Πέμπτη, Ιουνίου 15, 2006

Χωρίς τίτλο

Κι έτσι βρισκόμασταν αραιά και που στο ΜΣΝ κι αλλάζαμε κουβέντες....
Με τον καιρό η απόσταση που είχαμε κατάφερε να την καλύψει, έσβησε το διάστημα που ήμασταν χώρια, έβλεπα την προσπάθειά του να σβήσει και την απουσία του. Αποφεύγαμε τα δύσκολα θέματα όπως "σύζυγος, ερωμένη, νέα ερωμένη, παιδική φίλη, υπάλληλος" και ξαναμαθαίναμε ο ένας τον άλλον από την αρχή.

Κάποιες από αυτές τις συζητήσεις ήταν μια υπέροχη ανάμνηση με εκείνον να μου θυμίζει το καλό του χιούμορ, την ευκολία του να μεταδίδει την καλή του διάθεση μα το κυριότερο, την αισιοδοξία του.

Μέχρι που η αναμονή που συνήθιζε να με βάζει στο παρελθόν έγινε αβάσταχτη για τον ίδιο και απαιτούσε μια απάντηση. Αν θα δεχόμουν να ξαναγυρίσω κοντά του.
Μια συνομιλία μας κράτησε μέχρι το πρωί.
Εγώ που δεν έλεγα ποτέ τίποτα για να τον στενοχωρήσω έβγαζα έναν εαυτό επιθετικό, απαιτητικό. Ήθελα όσα νόμιζα πως άξιζα να τα έχω χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά δίνω κάτι σε αντάλλαγμα.

Η συζήτηση που ήθελε να κάνει, δεν γινόταν ούτε από το ΜΣΝ , ούτε από το τηλέφωνο. Αν ήθελε να έχει μια δεύτερη ευκαιρία όφειλε να βρει το θάρρος, να με κοιτάξει στα μάτια και να μου μιλήσει.
Κάτι που οι πιο πολλοί θεωρούν αυτονόητο, για μένα έπρεπε να είναι ο πιο αυστηρός όρος που του έβαλα για να μου μιλήσει.

Πάντα προτιμούσε την εύκολη λύση όταν ήθελε να φύγει: Δεν σήκωνε τα τηλέφωνα, δεν εμφανιζόταν στο μαγαζί, δεν απαντούσε στα μηνύματα, δεν έστελνε εμαιλ, άσχετα με το πόσο ζεστά και τρυφερά παρακαλούσα για μία απάντηση, μια εξήγηση.

Η σιωπή ήταν πάντα ο δικός του τρόπος. Κι όσες φορές κι αν κατέθεσα πως αυτό με πληγώνει, με μειώνει, με στήνει στον τοίχο χωρίς να έχω φταίξει σε κάτι, εκείνος δεν έβαζε ποτέ νερό στο κρασί του.
Ήταν ο πιο εύκολος τρόπος του να με πονέσει για ό,τι του συνέβαινε. Ακόμα κι αν αυτό δεν είχε καμμία σχέση με μένα.

Εγώ ήμουν απλά το καλύτερο άτομο για να μπορεί να ξεσπάσει το θυμό του.

Έτσι ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν δέχτηκε και μου έκλεισε ραντεβού για να μου μιλήσει από κοντά.
Μια συνάντηση που ήταν αστεία.... μα την κρατώ τόσο τρυφερά μέσα μου που τίποτα δεν θα την αγγίξει...
Είχε βλέμμα μικρού παιδιού που το έπιασαν την ώρα που έκλεβε στο παιχνίδι.

Δεν με κοίταξε σχεδόν καθόλου στα μάτια. Ήταν αμήχανος, ντροπαλός, σχεδόν εκνευρισμένος.
Όταν κάθισε απέναντί μου, σταύρωσα τα χέρια μου σε θέση άμυνας. Και περίμενα. Μα σιώπησε ξανά...
Σε κανένα γιατί μου δεν είχε απάντηση.
Μόνο σε ένα.... : "Γιατί τόσα ψέμματα...;;" "Δεν ξέρω..."

Ποτέ δεν ήξερε. Ούτε καν στο τέλος....

Δεν υπάρχουν σχόλια: