Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Μίσησα....

...τις φορές που του είχα δοθεί, ψελλίζοντας λόγια που τα πίστευε η ψυχή μου κι όχι μόνο το μυαλό μου.
Με καταδίκαζα κάθε μέρα, κάθε βράδυ, που ηρεμούσε το σπίτι κι εγώ έβγαινα να πιω.
Ένοχη για τις φορές που στα χέρια του κατάφερνα να γίνομαι φωτιά, Κόλαση και Παράδεισος, ένα κορμί που γεννιόταν και έπαυε να υπάρχει κάτω από το άγγιγμά του.
Για τις φορές που δινόμουν τόσο απόλυτα σε εκείνον, που έψαχνα τον εαυτό μου για μέρες.
Κάθε φορά που κάναμε έρωτα, άδειαζα τελείως τον εαυτό μου στα χέρια του επάνω. Κάθε φορά πίστευα πως ό,τι του έδινα ήταν εμένα, την ψυχή μου, τη δύναμή μου, την ασπίδα μου. Ένα όπλο να περνάει από τις δύσκολες στιγμές και να βγαίνει αλώβητος και δυνατός, όπως τον θαύμαζα πάντα.

Μίσησα τις φορές που η καρδιά μου ό,τι κι αν μου έκανε, τα έβρισκε όλα υπέροχα, μα σαν τα εξετάζεις με τη Λογική όλα είναι παράλογα.
Μίσησα τις φορές που η καρδιά μου βρήκε χίλιες δύο δικαιολογίες για όλα όσα μπροστά στα μάτια μου σωριάστηκαν ψελλίζοντάς μου τις αλήθειες που αρνιόμουν να δω.

Άρχισα να κοιμάμαι αρκετούς μήνες μετά για λίγες ώρες, ξυπνώντας και ουρλιάζοντας μέσα στη νύχτα.

Κι εκεί, υπήρχε ο Λευτέρης, που ερχόταν από το διπλανό δωμάτιο, με έπαιρνε αγκαλιά και μου χάιδευε τα μαλλιά.
Κάποιες ανύποπτες στιγμές, σκεφτόμουν πως δεν πρέπει να είμαι τόσο σκάρτη για να αξίζω μια τέτοια ψυχή δίπλα μου.
Κι έπειτα μετάνοιωνα που είχα σκεφτεί κάτι καλό για εμένα και με τιμωρούσα ξανά.

Δεν θα έβγαινα ποτέ από τη μιζέρια μου.
Αν δεν συνέβαινε κάτι τραγικό με την κόρη μου. Κάτι που μου έριξε τόσο δυνατή σφαλιάρα που ήθελα δεν ήθελα, έπρεπε να πάρω αποφάσεις, να τρέξω, να ρωτήσω, να μάθω. Έπρεπε να αναλάβω πρωτοβουλίες, γιατί για το μόνο που δεν θα άντεχα ποτέ να κατηγορηθώ είναι για τις λανθασμένες αποφάσεις που θα άφηνα να πάρει άλλος σε σχέση με τα παιδιά μου.

Η αυτοεκτίμησή μου όμως παρέμενε στον πάτο.
Είχαν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί με τον Αναστάσιο και οι δύο σε ένα κρεβάτι επάνω, μα το σώμα μου ήταν σε χειμερία νάρκη. Χα! Πολύ ευγενικό αυτό. Για να ακριβολογήσω, νεκρό θα έλεγα.

Κάποια γιορτή στην Αθήνα, λίγο ποτό, όμορφη συντροφιά, κάποιος με πήγε στη θάλασσα ξανά... και μετά σε ένα ξενοδοχείο.
Έφυγα σχεδόν σε κατάσταση υστερίας. Μου ήταν αδιανόητο να με αγγίξει κάποιος άλλος.
Ποιος θα μπορούσε να αντέχει να αγγίξει μια τόσο άσχημη γυναίκα;
Ποιος εκτός από κάποιον που επιθυμούσε παρέα μιας βραδιάς... μα που με αυτή την ανάγκη του με τοποθετούσε αυτό που ήμουν κι αυτό που προσπαθούσα να ξεφύγω: Ένα αντικείμενο πόθου για λίγες ώρες.
Πως θα μπορούσε το κορμί μου να δεχθεί ένα άγγιγμα από κάποιον που μου ήταν άγνωστος, που δεν ένοιωθα τίποτα για εκείνον;
Πως θα βάσταζα να ξαπλώσω σε ένα κορμί που μου ήταν ξένο εντελώς, που δεν χτύπαγε η καρδιά του για μένα;

Ανάγκασα τον εαυτό μου να το επαναλάβει αρκετές φορές. Δυστυχώς όμως ποτέ δεν ήταν η κατάλληλη φορά... Καμμία φορά δεν τα κατάφερα.
Κάθε φορά ήταν και χειρότερη.
Εγώ, που ο έρωτας ήταν το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής μου, που ανάσαινα για αυτόν, που ζούσα για αυτόν, έμοιαζε να με αποφεύγει σαν κατάρα.
Δεν ήμουν έτοιμη. Άρχισα να αυτοσαρκάζομαι ως ανέραστη, κάτι που δεν ήταν ψέμματα. Κι έμεινα μακριά.... Από ό,τι θα μπορούσε να με ξυπνήσει από το λήθαργο. Από άντρες που νοιάστηκαν για μένα, από άλλους που με ερωτεύτηκαν παράφορα, από κάποιους που απλά άπλωσαν το χέρι τους να με βοηθήσουν.
Κι έμεινα μακριά κι από τον Έρωτα. Όπως ο Διάολος από το λιβάνι.

Είχα πάρει απόφαση πως αν δεν ήταν κάτι δυνατό για το μυαλό μου, την ψυχή μου και το σώμα μου, θα προτιμούσα να μην ήταν καθόλου.

Το γονάτισμα.

Υπήρξα πάντα πολύ ρομαντική.
Κάτι ανάμεσα σε Άρλεκιν και ρομάντζα άλλων εποχών.
Το να πρέπει να συνεχίσω να ζω χωρίς να έχω κάπου να ανήκω ήταν το πιο δύσκολο για μένα.
Το ότι ρισκάρισα κι έχασα, ήταν λογικό για μένα. Και αποδεκτό.
Μου έμενε τώρα από το γονάτισμα να σηκωθώ στα πόδια μου ξανά, να ισιώσω το κορμί μου και να κάνω το πρώτο βήμα.

Δεν ήθελα όμως.
Κι αυτό έκανε την όποια προσπάθεια τραγική.
Υπήρξε χρόνος που αντί για αίμα είχα αλκοόλ στο σώμα μου. Τόσο που όταν ανάσαινα δεν άντεχα την αναπνοή μου. Είχα σκεπάσει τους καθρέφτες σε όλο το σπίτι.

Φοβόμουν να είμαι νηφάλια.
Είχα περάσει μια κατάθλιψη, ήξερα πως θα ήμουν, δεν ήθελα να ξαναγυρίσω εκεί. Η άβυσσος ήταν τόσο μαύρη που με κατάπινε ολόκληρη χανώντας κι εγώ η ίδια τον εαυτό μου.

Αυτή τη φορά δεν κρύφτηκα πουθενά. Είχα σπρώξει από το μυαλό μου ό,τι είχε συμβεί, είχα κλειδώσει το αίσθημα του εξευτελισμού στο πιο βαθύ μπουντρούμι και υπήρχα. Δεν ζούσα. Απλά υπήρχα.
Έπαψα ξανά να ακούω μουσική. Ό,τι κι αν συνέβαινε στη ζωή μου, αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν, καθόμουν και κοιτούσα όλους τους άλλους να κάνουν φασαρία, κι εγώ απουσίαζα.

Δεν είχα μυαλό να συγκεντρωθώ πουθενά.
Κάποιος που εμπιστεύθηκα μα κυρίως κάποιος που ερωτεύθηκα τόσο δυνατά, δεν με είχε βρει ΜΙΑ στιγμή άξια να αγαπηθώ.
Παρόλο που πίστευα πως δεν μπορούσα να περιμένω να με αγαπήσει κάποιος ξένος αφού και η ίδια η μάνα που με γέννησε δεν κατάφερε να με αγαπήσει, υπήρξαν φορές που όταν μου το έλεγε το πίστευα πολύ δυνατά ότι το ένοιωθε.

Έπαψα να κοιμάμαι κι έγινα ίσκιος στα σοκάκια της πόλης.
Δεν ξαναπλησίασα τη θάλασσα για πολύ καιρό, μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες μου...

Με είχα μηδενίσει σε όλα. Υπήρχε μόνο το σώμα μου στον κόσμο που με έβλεπε.
"Ένας άνθρωπος με βλέμμα τρελλού..." μου είπε ο κολλητός μου, ο Βασίλης.
"Μου θυμίζεις την εποχή που ήμουν τίγκα στην άσπρη, έτοιμος να βουτήξω και σε πετρέλαιο για να γλιτώσω...."

Κοιτάζοντας πίσω, βλέπω ανθρώπους που με αγάπησαν πολύ. Γιατί όποιος κι αν με πλησίαζε τότε, γινόμουν αγρίμι και του χυμούσα. Τον πλήγωνα, τον σημάδευα, τον έδιωχνα με όσους τρόπους κι αν ήξερα.
Κι όμως..... Υπήρξαν άνθρωποι που βασανίστηκαν σιωπηλά δίπλα μου, μένοντας αγέρωχοι στην όποια επίθεσή μου.

Βλέπω τον εαυτό μου να προσπαθεί να δραπετεύει από μένα την ίδια. Να ντρέπεται για όσα ένοιωσε και τόλμησε να ομολογήσει.
Ήμουν ένας άνθρωπος που είχε μάθει να γυρίζει όλο του τον κόσμο γύρω από την παρουσία του Αναστάσιου, η διάθεσή μου να εξαρτάται από τη δική του διάθεση, η φοβερή προσπάθεια να εναρμονίσω τη ζωή μου με τη δική του, να ανέχομαι τον κυκλοθυμισμό που με ισοπέδωνε σαν άνθρωπο, να προσπαθώ να ξεπεράσω τις φορές που τα διέγραφε όλα με μια απαλή, αποφασιστική κίνηση κι εγώ απλά επειδή ακριβώς τον αγαπούσα να οφείλω να μπορώ να σεβαστώ την απόφασή του και να συνεχίζω....

Μεταφέρθηκα 3 φορές στο νοσοκομείο με νεύρωση ξανά.
Και τις 3 βγήκα το ίδιο βράδυ, υπογράφοντας και πηγαίνοντας στο πρώτο μπαρ που βρήκα.
Σηκωνόμουν το πρωί και σιχαινόμουν αυτό ακριβώς που η ίδια είχα καταντήσει: Έναν δυστυχισμένο άνθρωπο.

Νομίζω πως τιμωρούσα τον εαυτό μου. Τον είχα ρίξει ζωντανό σε ένα κελί φυλακής που να μην τον βλέπει ο ήλιος.
Τον τιμωρούσα γιατί πίστεψε πως ήμουν μια όμορφη γυναίκα όταν εκείνος με κοίταζε και δεν έβλεπε τα σημάδια στο κορμί μου. Τον τιμωρούσα που ένοιωθα ευτυχισμένη όταν με αντίκρυζε και άστραφτε η ματιά του σαν να βρισκόταν μπροστά στο ομορφότερο άγαλμα που υπήρχε.
Τις φορές που κοίταζα τα μάτια του και μου ψιθύριζε πόσο όμορφη με έβρισκε, πόσο πολύ με αγαπούσε και πόσο πολύ του έλειπα.

Που πίστευα πως είχα δικαίωμα να ελπίζω σε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή μου και σε ένα μικρό θαύμα.

Και δυστυχώς ήμουν πολύ αυστηρή στην τιμωρία μου.

Με μίσησα.

Λίγο πιο μετά..

....έδωσα τις εξετάσεις μου, παρέα με την αγαπημένη μου Νίκη.
Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα όμως μου άρεσε που η φιλία μας είχε δέσει, αποφεύγοντας πολλά πικρά πράγματα, μοιράζοντας σιωπές που μας ομολογούσαν πως δεν χρειάζεται πάντα να μοιράζεσαι με λέξεις τα όσα σε δένουν με έναν άνθρωπο.

Λίγο καιρό πριν τα αποτελέσματα, βγήκαμε να πιούμε μια σοκολάτα, όπως συνηθίζαμε πάντα να κάνουμε.
Εκείνη πιεσμένη από τη δουλειά της πολύ, εγώ να προσπαθώ να κάνω τον κλόουν να γελάσει, μέχρι που κάποιες κοπέλες από την παρέα, ξεκίνησαν το θέμα "Ερωτα".

Κι εκεί, ένοιωσα πως ό,τι κι αν είναι εκεί πάνω, άμα θέλει να παίξει μαζί σου, θα το κάνει σπάζοντας φοβερή πλάκα με την ηλιθιότητά σου.

Η Νίκη είχε γνωρίσει κάποιον, κάποτε, σχεδόν 10 χρόνια πριν, που τον ερωτεύτηκε παράφορα.
Όλα έδειχναν πως ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής της που θα κατέληγε σε γάμο αφού λίγο καιρό μετά αρραβωνιάστηκε με τον αγαπημένο της που ήταν τρυφερός, καλός, γλυκός, ευγενικός αλλά... δεν έπαιρνε τη ζωή στα χέρια του.

Ξαφνικά κάποιον μου θύμισε, και χαμογέλασα λυπημένα, προσπαθώντας να ευχηθώ από μέσα μου να μην είχε πονέσει πολύ η Νίκη.
Ήταν τόσο γλυκιά κοπέλα που θα ήταν κρίμα κάποιος να είχε καταφέρει να πονέσει μια τέτοια ψυχή!

Μετά από λίγο καιρό ο αγαπημένος της αρρώστησε. Μπήκε στο χειρουργείο. Έκανε εγχείρηση.
Κι εκεί μου τελείωσε το οξυγόνο στα πνευμόνια μου.
Βούιζαν τα αυτιά μου και η φωνή μου ούρλιαζε ψιθυριστά πως ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ!
Είπε όσα τράβηξε, όσα συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το νοσοκομείο.

Κι όταν όλη η αντάρα πέρασε, αφού οι δικοί του δεν την ενέκριναν ούτως ή άλλως εκείνος βρήκε την ευκαιρία να διαλύσει τον αρραβώνα θεωρώντας πως η σχέση τους δεν θα μπορούσε να πάει άλλο.

-Αναστάσιο τον λένε, της είπα χωρίς καμμία ερώτηση.

Με κοίταξε στα μάτια, κι από εκεί και πέρα σιωπήσαμε για πάντα για αυτό το θέμα.

Αυτό που ένοιωθα ήταν ότι η διαίσθησή μου για τη Νίκη είχε βγει σωστή.
Ένοιωθα πολύ κοντά της κι είναι παράξενο για μένα που όλες οι γυναίκες, ακόμα και πανέμορφες γυναικάρες που δεν έχουν κανένα λόγο, με βλέπουν ανταγωνιστικά.
Τώρα είχα μάθει το λόγο που με τη Νίκη δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο.
Που νοιώσαμε ξαφνικά η μία αδελφή ψυχή της άλλης...

Από την άλλη, ένοιωθα ακόμα μια φορά βιασμένη. Που εκείνος δεν με προστάτεψε. Δεν μου είπε την αλήθεια. Δεν με προφύλαξε ενώ ήξερε.
Διακριτικά βγήκε από το πεδίο αφήνοντάς με να φάω τα μούτρα μου αντιμετωπίζοντας εκπλήξεις γιατί δεν είχε το θάρρος να μου μιλήσει.

Ξέρω ότι με θεωρούσε πολύ πιο δυνατή από εκείνον.
Η ανάγκη μου να δείχνω πως είμαι αδύναμη είχε να κάνει με τη δική του παρουσία.
Όσο έδειχνα αδύναμη, μπορούσα να του δίνω το χώρο να με φροντίζει. Έτσι πίστευα εγώ. Όχι όμως κι εκείνος.

Ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που έχουν μοιραστεί πολλά, στις δύσκολες, κι εννοώ στις πραγματικά δύσκολες στιγμές δεν νομίζω ότι χωράνε χωρισμοί, εγωισμοί ή βαριά λόγια.
Με κάποιον που έχεις μοιραστεί τους φόβους σου, τις πιο κρυφές σου σκέψεις, όταν τον βλέπεις πως έχει ανάγκη ένα χέρι, του το προσφέρεις.

Αλλά.... έτσι ήμουν εγώ, όχι οι άλλοι.

Κι όταν απλά γύρισα να αναπολήσω το παρελθόν μας, είδα ότι πάντα μόνη ήμουν. Στα πολύ δύσκολα, εντελώς μόνη.

Ποτέ δεν έκανε άκρη τα όσα αρνητικά ίσως ένοιωθε να πει "Για χάρη του παλιού καλού καιρού...."

Κι εκεί νομίζω ότι φαίνεται η εκτίμηση, ο σεβασμός και η κατανόηση των ανθρώπων μεταξύ τους.
Κυρίως όμως, εκεί ακριβώς, στο άπλωμα του χεριού κάνοντας υπέρβαση στα όσα έχουν συμβεί, δείχνει τι πραγματικά έχεις μοιραστεί με κάποιον...