Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006

Οι λεπτομέρειες

Δύο μέρες πριν φύγω για την Αθήνα, αρρώστησε η μικρή μου.
Δύο νύχτες ξαγρύπνησα δίπλα της κι όταν αποφάσισα πως δεν θα μπορούσε να πάω να δώσω εξετάσεις, εκείνη καλυτέρευσε κι έτσι η απόφαση αναβλήθηκε.

Σηκώθηκα ξημερώματα να ταξιδέψω , έφτασα ακριβώς στην ώρα μου για να μπω να γράψω και όταν τελείωσα μου είχε στείλει μήνυμα πως με περιμένει λίγο πιο κάτω.
Είχε ταξιδέψει κι αυτός μέσα στη νύχτα, είχαμε μιλήσει λίγο στο τηλέφωνο και κανονίσαμε να τα πούμε όταν έβγαινα από τις εξετάσεις.

΄Ετρεξα στην μικρή πλατεία που με περίμενε. Καθόταν στο παγκάκι κοιτάζοντας βαριεστημένα τριγύρω του και συγκρατήθηκα όπως μπορούσα για να μην τρέξω κοντά του.

Κι εκεί άρχισε η διαίσθηση να μου χτυπάει δυνατά την πόρτα του μυαλού μου και να με διατάζει να ξυπνήσω!
Με είδε, μου είπε ένα γεια.....και τίποτα άλλο....
Δεν χαμογέλασε, δεν χάρηκε, δεν ενθουσιάστηκε....Δεν είδα καμμία έκφραση στο πρόσωπό του....και πήραμε το δρόμο να βρούμε που είχα παρκάρει...

Πήγαμε να πιούμε έναν καφέ, εγώ κι αυτός.
Δηλαδή έτσι φαινόταν.
Εγώ είχα την αίσθηση πως ήταν κι άλλος μεταξύ μας. Κάποιος αόρατος επισκέπτης που τον έβαζε στη θέση να είναι μεν ευγενικός απέναντί μου αλλά τυπικός.

Πήγαμε στο ξενοδοχείο, αφήσαμε τα πράγματα, μιλήσαμε λίγο αλλά ό,τι κι αν έκανα το κλίμα δεν μπορούσα να το ελαφρύνω.
Κάτι είχε αλλά δεν είχε την ειλικρίνεια να μου το παραδεχτεί και δεν έμενε σε μένα να κάνω τίποτα από το περιμένω. Μετά από λίγο είχε έρθει η ώρα εγώ να φύγω για να έχω άλλοθι. Εκείνος έπρεπε να πάει για δουλειά.
Έφυγα και συναντήθηκα με φίλους με μια πικρή γεύση στο στόμα...

Ήταν η πρώτη φορά που ήθελα να βρεθώ μακριά του.
Αποχαιρετώντας τους φίλους έπρεπε να πάρω το μετρό να κατέβω δύο στάσεις πιο κάτω και να ξαναγυρίσω.
Μου έστειλε μήνυμα:

"Σε περιμένω... θα αργήσεις;"

Δεν ξέρω γιατί, μάλλον γιατί έχω την τάση πάντα να χτυπάω τη γροθιά στο μαχαίρι απάντησα:

"Είσαι σίγουρος πως θέλω να έρθω......;"

"Ναι....Μην αργείς"

Και πήγα.... Όταν έφτασα ήταν λίγο πιο ήρεμος, αλλά ακόμα πιο απόμακρος. Δεν ήθελε να μου πει ακόμα τι έχει.
Πήγαμε για φαγητό, κι όταν η διάθεσή του έγινε λίγο πιο χειρότερη, σχεδόν βίδωσα τον εαυτό μου στην καρέκλα για να μη σηκωθεί να φύγει!

Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, ξάπλωσα κι έκλεισα για λίγο τα μάτια κι όταν τα άνοιξα πάλι εκείνος είχε αποκοιμηθεί.

Μάζεψα αθόρυβα τα πράγματά μου, κι έκλεισα την πόρτα απαλά πίσω μου.
Κατέβηκα στο παρκινγκ ατάραχη, πήρα το αμάξι και σκεφτόμουν που να πάω!
Ήταν περασμένες 12, οι φίλοι που είχαν προσφερθεί να με φιλοξενήσουν είχαν ακούσει χίλιες δύο δικαιολογίες, δεν γινόταν να τους ενοχλήσω.....
Πήγα στον Πειραιά.... στη θάλασσα, που αλλού;
Κι όταν αναρωτήθηκα που ήθελα πραγματικά να πάω, η απάντηση ήταν "ΣΠΙΤΙ!"

Ναι....η αλήθεια ήταν ότι ήθελα να φύγω μακριά του.
Μια αλήθεια που με πόνεσε, με πλήγωσε και που αρνήθηκα να την δεχτώ αμέσως.

Έτσι ξεκίνησα το δρόμο του γυρισμού...

Δεν υπάρχουν σχόλια: