Πήγα μια βόλτα στο λιμάνι την άλλη μέρα. Σε μια παλιά παιδική χαρά που υπήρχε εκεί χάζευα τα ζουζουνάκια μου που έμοιαζαν με πασχαλίτσες μέσα στο κόκκινο και στο πορτοκαλί ζακετάκι τους. Τον σκεφόμουν έντονα, τον ένοιωθα πολύ κοντά μου ένα συναίσθημα που είναι αδύνατον να φυλακιστεί σε λέξεις.
Το ίδιο βράδυ, μου αποκάλυψε πως το ίδιο έντονα με σκεφτόταν κι αυτός. Ήταν και ο ίδιος στο λιμάνι για να κάνει μια δουλειά με τον πατέρα του και μου είπε πως είχε πάει εκεί από το πρωί....Μάλιστα του είχαν κάνει εντύπωση δύο μικρά που είχε δει να τρέχουν μακριά γιατί φορούσαν όμορφα χρώματα στα ζακετάκια τους. Δεν ήξερε ότι ήταν τα δικά μου παιδιά....
Είχαμε βρεθεί δίπλα σχεδόν αλλά δεν γνωριζόμασταν.
Ήταν κι αυτό άλλη μία τραγική σύμπτωση από αυτές που θα με καταδίωκαν και στο μέλλον.
Είχε ανάγκη να ακούσει τη φωνή μου. Κι εγώ το ίδιο. Κι όσο ψάχναμε λύσεις σε αυτό το πρόβλημα τόσο πιο πολλά εμπόδια έβρισκα. Το κινητό που υποτίθεται ότι ήταν δικό του, το χρησιμοποιούσαν όλοι, το τηλέφωνο το μαγαζιού θα είχε παρόντες και το προσωπικό και τον πατέρα του και φυσικά για το σπίτι δεν το συζητούσαμε καν.
Μέχρι που αποφάσισε να μείνει το μεσημέρι να τελειώσει λίγη από τη δουλειά που είχε μαζευτεί, και να μιλήσουμε τότε, αφού οι υπόλοιποι θα έφευγαν για να έρθουν το απόγευμα ξανά. Έτσι κι έγινε. Τον πήρα τηλέφωνο, η μία από τις σπάνιες φορές που επέτρεψα στον εαυτό μου να τον βάλει σε κίνδυνο εξαιτίας μου.
Η πρώτη ώρα πέρασε γεμάτη αμηχανία. Είχαμε βγάλει το υψηλότερο επίπεδο της ευγένειάς μας και της παιδείας μας, και μιλούσαμε για τον καιρό, την ακρίβεια κι άλλα τέτοια χαζά θέματα, με τεράστιες παύσεις ανάμεσα στα θέματα. Στιγμές που δεν ακουγόταν τίποτα κι όμως ήμουν πολύ χαρούμενη που μέσα στη σιωπή ήταν εκείνος στην άλλη άκρη που σιωπούσε μαζί μου.....
Ώσπου ξαφνικά όλα άλλαξαν ως δια μαγείας. Μιλήσαμε για μουσική, για σινεμά, για όνειρα, για επιθυμίες, απωθημένα, για τις σπουδές του, για τη δουλειά του, για πολύ μικρά ή μεγάλα θέματα που ήταν όλα σημαντικά για ένα λόγο: Μας κρατούσαν στη γραμμή....
Πέρασαν οι ώρες μέχρι που έπρεπε να κλείσουμε γιατί ήταν ώρα ανοίγματος και θα έρχονταν οι υπάλληλοι και ο πατέρας του και δεν γινόταν να τον βρουν στο τηλέφωνο. Υποτίθεται ότι είχε μείνει να τελειώσει δουλειά μα δεν είχε δουλέψει καθόλου!
Αν με ρωτούσε κανείς πως πέρασε ο άλλος που μίλαγε μαζί μου, θα του απαντούσα ότι σίγουρα ήταν αδιάφορα. Για εκείνον. Γιατί η φωνή του δεν πρόδωσε κανένα συναίσθημα, καμία σκέψη κανέναν έστω ενδοιασμό. Ήταν ευγενικός όπως πάντα, μου απέδειξε ότι όντως διαθέτει απίστευτο χιούμορ αλλά....τίποτα άλλο!Και η αλήθεια είναι πως απογοητεύτηκα....
Το βράδυ μου έγραψε... :
"Η φωνή σου ήταν ακριβώς όπως τη φαντάστηκα. Είσαι ένας πολύ όμορφος άνθρωπος...."
Και πολύ αργά εκείνο το βράδυ συζητώντας, εκείνος προσπαθούσε να βρει θέματα για να συζητούσαμε κι εγώ μουδιασμένη αναρωτιόμουν γιατί είχε χτίσει τόσο μεγάλα τείχη κι είχε φυλακίσει τον εαυτό του μακριά από κάθε συναίσθημα..
Εγώ ήθελα να φύγω....κι εκείνος προσπαθούσε να με κρατήσει....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου