Σάββατο, Μαΐου 13, 2006

Συναγερμός

Μετά από αυτό τα γεγονότα με πλάκωσαν. Η οριστική ρήξη ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα μου, ήρθε όταν εκείνος παρά τις συζητήσεις μας και τη συμφωνία μας, παρέδωσε το μαγαζί, το κλείδωσε και σε μένα απλά δήλωσε την ημερομηνία που έπρεπε να μαζέψουμε τα πράγματα. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου στοίχισε. Θύμωσα απίστευτα μαζί του και θεώρησα το γεγονός ως ύπουλο χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Βρέθηκε και από την άλλη η μητέρα μου να τραβάει το σκοινί υποννοώντας πως ό,τι κι αν έκανε ο πατέρας μου εγώ όφειλα να τον στηρίξω.

Το τι επένδυσα σε εκείνο το μαγαζί και το τι πήρα στο τέλος, δεν το μέτρησε κανείς. Τη συμφωνία που δεν τήρησε ο πατέρας μου κανείς δεν την ανέφερε, εξαιτίας της οποίας είχα αφήσει την προσωπική μου αγωνία για το τι θα κάνω επαγγελματικά στο μέλλον, στην εμπιστοσύνη που έτρεφα στο πρόσωπο του πατέρα μου. Όταν τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο της συμφωνίας έγινε αποδεκτό, το να φύγει δηλαδή εντελώς εκείνος από το μαγαζί για να μην έχουμε διαφωνίες τραγικές πίστευα πως ήταν ώρα να πανηγυρίσω. Αν και δεν το έκανα με ελαφριά καρδιά ήξερα τι θα γινόταν αν έμενε ακόμα και σαν απλή παρουσία στο μαγαζί. Και επειδή η αδυναμία που του είχα ήταν μεγάλη δεν ήθελα να τον στενοχωρώ, ούτε και να μπαίνω εξαιτίας του σε δίλημμα κάθε φορά που θα διαφωνούσαμε για το μαγαζί. Έτσι με πούλησε. Κι εγώ δεν το συγχώρησα ποτέ. Τις εξηγήσεις που κάνω με άτομα που φοράνε παντελόνια, τις τηρώ δύο φορές περισσότερο: Πρώτον γιατί είμαι γυναίκα, και δεύτερον γιατί το να δώσω το λόγο μου, είναι ο ιερότερος όρκος που έχω στη ζωή μου.
Ο Αναστάσιος είχε γυρίσει με την οικογένεια πια από την Αθήνα όμως δεν απαντούσε ούτε σε εμαιλς, ούτε σε μηνύματα. Δεν ήξερα καν αν είχαν πάει όλα καλά, και ανησυχούσα. Η αναμονή ήταν και πάλι τιμωρία για μένα που χωρίς να έχουμε κανέναν κοινό γνωστό δεν μπορούσα να μάθω τίποτα παραπάνω. Έτσι αποφάσισα να πάω να τον δω στο μαγαζί. Στο γνωστό απέναντι πεζοδρόμιο..... Μια ψυχή μέσα από τη βιτρίνα κι άλλη μία εκατό μέτρα μακριά...Αν ήταν εκεί, σήμαινε ότι όλα ήταν εντάξει. Και όντως εκεί ήταν. Χάρηκα μα και λυπήθηκα γιατί κατάλαβα πως η απουσία του από την επικοινωνία μας, είχε κάτι να μου πει. Μόνο που σε έναν ερωτευμένο η απουσία δεν μιλάει. Εκεί η καρδιά βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για τον αγαπημένο... Δεν πρόλαβε να μου στείλει μήνυμα, δεν μπόρεσε, μπορεί να μου έστειλε αλλά να χάθηκε στο δρόμο κι άλλα τέτοια χαζούλικα μέχρι την τελική σύγκρουση. Ξαφνικά εκείνος βγήκε από το μαγαζί πηγαίνοντας στο φαρμακείο. Κόσμος περίμενε στις δύο στάσεις, ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά, πολύ κίνηση κι έτρεξα στο απέναντι πεζοδρόμιο μήπως και συναντηθούμε "τυχαία" για να μπορέσω να τον ρωτήσω μόνο αν ήταν όλα καλά. Όταν όμως είδα πως πήγαινε στο φαρμακείο με έπιασε πανικός. Δεν ήταν καλά; Ήταν αδιάθετος; Τι συνέβαινε; Πέρασαν μόνο λίγα λεπτά μα η αγωνία μου τα μέτρησε με ώρες. Κι όταν εκείνος βγήκε και του είπα καλησπέρα, πέρασε από μπροστά μου αντιμετωπίζοντάς με σαν ξένη. Δεν με γνώριζε....δεν μου μίλησε.....
Πήρα τα κομμάτια μου και πήγα σπίτι, στέλνοντάς του όλο το βράδυ μηνύματα ζητώντας του να μου πει αν ήταν καλά. Μετά από μέρες, αποφάσισε να μου πει πως όλα ήταν εντάξει, η μικρή απλά είχε κρυολογήσει κατά τη μεταφορά από το μαιευτήριο και ήταν ο πρώτος του πανικός ως πατέρας...
Επειδή όμως η διαίσθησή μου δεν έκανε ποτέ λάθος, περίμενα και τη συνέχεια. Οι τύψεις και οι ενοχές είχαν κάνει πάλι την εμφάνισή τους. Ο ρόλος του ως πατέρας τον βάρυνε, η υποχρέωση που ένοιωθε απέναντι στο σωστό, είχε να κάνει με μένα. Έπρεπε να διακόψουμε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήμουν το πρώτο θύμα στις νέες καταστάσεις που ζούσε. Η αλήθεια ήταν πως ήμουν ο αγαπημένος σάκος του μποξ. Ίσως γιατί δεν τον παρεξηγούσα; Μήπως γιατί ήξερε πως καταλαβαίνω; Μήπως γιατί τελικά ξυπνούσε κάποιες φορές η λογική και σκότωνε το συναίσθημα; Ή μήπως γιατί αν πραγματικά ήμουν το ομορφότερο πράγμα που είχε συμβεί τελευταία στη ζωή του, ένοιωθε την ανάγκη να τιμωρήσει τον εαυτό του με το να με βγάλει από τη ζωή του;
Η διάθεση αυτή μου ήταν γνωστή. Συνέβαινε αρκετά συχνά, κι όταν συνέβαινε, η σιωπή ήταν η μόνη διέξοδος για εκείνον. Εγώ ήθελα να ακούω χύμα ό,τι είχε να μου πει ο άλλος, κι εκείνος σιώπαινε και εξαφανιζόταν. Τίποτα δεν μπορούσε να τον λυγίσει, να τον κάμψει έστω για λίγο και να δώσει έναν λόγο σε κάποιον που είχε δηλώσει πως ήταν ερωτευμένος μαζί του. Έκανε τον κύκλο του, κι όταν η ζωή του γύριζε στη γνωστή ασφάλεια, με θυμόταν, αφού μου εξηγούσε με ένα εμαιλ τι είχε συμβεί και το πως ένοιωθε. Κι όταν τον ρωτούσα "Γιατί δεν μου μίλησες; Γιατί αυτό που λες τώρα, δεν μου το έλεγες τότε που συνέβαινε; " δεν υπήρχε απάντηση. Δεν είχε κάτι να μου πει. Ήταν αυτή η αντίδρασή του κι όφειλα ή να τη δεχτώ ή να φύγω. Δεν θα πω πως δεν προσπάθησα να το αλλάξω αυτό. Θεωρούσα ότι έχω την απαραίτητη κατανόηση ώστε συζητώντας να μπορούσαμε να βρούμε μια μέση λύση, μα τελικά, απεδείχθη πως μόνο εγώ το πίστευα αυτό.
Με πλήγωνε και με μείωνε αυτό. Μα όσο κι αν το έδειξα δεν άλλαξε κάτι στην πορεία. Προσπάθησα να συμβιβαστώ, μα δεν μου ήταν τόσο εύκολο.
Παλεύαμε να επικοινωνούμε μα τώρα με το μωρό ήταν πιο δύσκολα. Ο κόσμος ξενυχτούσε, το μωρό δεν κοιμόταν κι εκείνος δεν ένοιωθε ελεύθερος να μιλήσει.
Πέρασε αρκετό διάστημα που ήμουν σίγουρη ότι ήταν η αρχή του τέλους. Μα κάτι δεν μου κόλλαγε. Κάτι δεν μου πήγαινε.
Κι αυτό το κάτι θα βρισκόταν μπροστά μου τελείως ξαφνικά και απρόσμενα.....

"Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης,
είμαι σε μια φάση τραγική....
Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης

και η σωτηρία μου είσαι εσύ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: