Είχαμε αρχίσει δειλά δειλά τα πρώτα μηνύματα στο κινητό. Είχε διαδώσει ότι το κινητό είχε χαθεί, το έκρυβε όμως στην τσάντα ανοιχτό ώστε να μπορεί να μου στέλνει και να του στέλνω. Χαζά μηνύματα όπως το "τι κάνεις, που βρίσκεσαι, τι μαγείρεψες, ποιος ήρθε στο μαγαζί, τελείωσες την τάδε παραγγελία, πως αισθάνεσαι" μηνύματα γεμάτα αθωότητα, ενδιαφέρον και τρυφερότητα.
Κάποιες φορές, κάποια μηνύματα έμεναν αναπάντητα από τη μεριά του αφού υπήρχε κόσμος και έλεγχος και από τις υπαλλήλους και τον μπαμπά. Ώρες ατελείωτης αναμονής, που κάποιες φορές στο μέλλον θα έμοιαζαν με τη χειρότερη τιμωρία. Δεν είχαμε ξαναμιλήσει στο τηλέφωνο κι αναρωτιόμουν τελικά τι είναι φυσιολογικό σε μια τέτοια σχέση. Από την άλλη ήταν έκπληξη για μένα να ονομάζω κάτι τέτοιο "σχέση" και δεν ήταν κάτι που παραδέχτηκα γρήγορα ούτε στον εαυτό μου.
Κάποιο απόγευμα, πηγαίνοντας στη μεγάλη πόλη για κάποιες υποχρεώσεις και μη περιμένοντας μήνυμα μια και ο "κόσμος" θα ήταν στο μαγαζί και δεν μου επιτρεπόταν ούτε και σε μένα να στείλω, λαμβάνω το εξής:
"-Είσαι εδώ;
-Ναι, γιατί; Πως το ξέρεις;
-Θα περάσεις; Διαίσθηση...
-Είσαι τρελλός;
-Ναι...για σένα.... "
Και πέρασα... Στάθηκα στην απέναντι πλευρά του μαγαζιού, θαυμάζοντας την πινακίδα που είχε τα αγαπημένα μου χρώματα....και κοιτάζοντάς τον μέσα από τις βιτρίνες, έμοιαζα με μια εντελώς ηλίθια, που στεκόταν έτσι χωρίς λόγο να χαμογελάει στο .....κενό....
Κι όταν πλησίασε στο τζάμι, προσποιούμενος πως χαζεύει την κίνηση έξω, όλος ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει. Δεν άκουγα ούτε τα αυτοκίνητα, δεν πρόσεχα ούτε τον κόσμο, δεν πρόσεχα ούτε που είμαι εγώ ούτε εκείνος. Κοίταζα μόνο τα μάτια του, δύο κατάμαυρα μάτια μέσα από μια βιτρίνα κι ένοιωθα πως ήμουν μόνο εγώ και αυτός. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, ήμουν σίγουρη ότι νοιώθαμε το ίδιο πράγμα. Ήξερα τι σκεφτόταν, τι ήθελε, τι ευχόταν από μέσα του, γιατί απλά το ίδιο ακριβώς ήθελα κι εγώ.....
"Είμαι ερωτευμένη" ψέλλισα κι ο κύριος που πέρναγε από μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, φορτωμένος με σακούλες, σταυροκοπήθηκε...
Γιατί δίνουν στους τρελλούς άδεια να βολτάρουν;
Κι όταν είδα τον πατέρα του να πλησιάζει τη βιτρίνα, το έβαλα στα πόδια.
Φοβόμουν για εκείνον..... Ακόμα πιο πολύ πια...
"Πως θα γυρίζεις στ' άδειο σπίτι αργά τη νύχτα
ποιος θα σου φτιάχνει με φιλιά μια καληνύχτα
πως θα ξεχάσεις όλα εκείνα που πονάνε....
Για σένανε φοβάμαι...."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου