"Αν κάποιο βράδυ έχεις τη διάθεση, πες μου ένα γεια στο εμαιλ να τα πούμε λίγο στο ΜΣΝ..
Μη βιαστείς να πεις όχι... ας μιλήσουμε απλά όπως παλιά. Έχουμε τόσα να πούμε, πάει τόσος καιρός... Έχω ανάγκη να σου εξηγήσω. Είμαι ανόητος.."
Μια ιστορία....Μπορεί αληθινή μπορεί ένα παραμύθι.... Ρωτήστε καλύτερα αυτούς που την έζησαν.
Δευτέρα, Μαΐου 29, 2006
"Καλησπέρα κι από μένα"
"Άρχισα μαθήματα Αγγλικών και ο χρόνος με πιέζει. Πως ήξερες πως έχω μετακομίσει; Δεν έχουμε μιλήσει καθόλου....κοινούς γνωστούς δεν έχουμε...
Καλά είμαι απλά λίγο κουρασμένη και κοιμάμαι πολύ νωρίς..
Και όχι, δεν είμαι θυμωμένη, απογοητευμένη είμαι....."
Καλά είμαι απλά λίγο κουρασμένη και κοιμάμαι πολύ νωρίς..
Και όχι, δεν είμαι θυμωμένη, απογοητευμένη είμαι....."
"Είσαι καλά;"
"Η σιωπή σου με ανησυχεί. Ήθελα μόνο να μάθω αν είσαι καλά. Καταλαβαίνω ότι είσαι θυμωμένη μαζί μου μα αν σου είναι τόσο δύσκολο έστω και να μου μιλάς, πές το μου και δεν θα σε ξαναενοχλήσω. Ξέρω πως σε έκανα να πονάς, φέρθηκα απαίσια, δώσε μου μόνο μια ευκαιρία να σου δείξω πως νοιώθω το λάθος μου και θέλω να το διορθώσω...."
"Καλησπέρα"
"Σε είδα φεύγοντας από το μαγαζί. Τελικά ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα που αναγκάστηκες να μετακομίσεις;
Ελπίζω να είσαι καλά... Σε σκέφτομαι... "
Ελπίζω να είσαι καλά... Σε σκέφτομαι... "
"Γεια..."
"....Ήθελα απλά να σου πω ένα γεια. Ελπίζω να είσαι καλά.. Σε είδα το πρωί που πέρασες για να πας τα κορίτσια στο σχολείο και η μέρα μου ξεκίνησε υπέροχα... Μούχε λείψει αυτό το συναίσθημα...."
Τρίτη, Μαΐου 23, 2006
Θυμήσου
Δεν θέλω να θυμάσαι
ότι σταμάταγα τα τρένα να περάσεις
Δεν θέλω να θυμάσαι
ότι χαμήλωνα τ' αστέρια να τα φτάσεις
Αυτά μην τα θυμάσαι
αυτά να τα ξεχάσεις...
Μα θέλω να θυμάσαι
όταν θα είσαι μακριά μου
κι όταν θ' ακούς να συζητάν για τ΄ όνομά μου
ότι με πρόδωσες
Δεν θέλω να θυμάσαι
ότι σου έπαιρνα τον πόνο να μην κλάψεις
Δεν θέλω να θυμάσαι
ότι σου έφερνα αγιασμό να ξεδιψάσεις
Αυτά μην τα θυμάσαι
αυτά να τα ξεχάσεις...
Μα θέλω να θυμάσαι
όταν θα είσαι μακριά μου
κι όταν θ' ακούς να συζητάν για τ΄ όνομά μου
ότι με πρόδωσες
ότι σταμάταγα τα τρένα να περάσεις
Δεν θέλω να θυμάσαι
ότι χαμήλωνα τ' αστέρια να τα φτάσεις
Αυτά μην τα θυμάσαι
αυτά να τα ξεχάσεις...
Μα θέλω να θυμάσαι
όταν θα είσαι μακριά μου
κι όταν θ' ακούς να συζητάν για τ΄ όνομά μου
ότι με πρόδωσες
Δεν θέλω να θυμάσαι
ότι σου έπαιρνα τον πόνο να μην κλάψεις
Δεν θέλω να θυμάσαι
ότι σου έφερνα αγιασμό να ξεδιψάσεις
Αυτά μην τα θυμάσαι
αυτά να τα ξεχάσεις...
Μα θέλω να θυμάσαι
όταν θα είσαι μακριά μου
κι όταν θ' ακούς να συζητάν για τ΄ όνομά μου
ότι με πρόδωσες
Μια φωτοβολίδα
Κι ενώ όλα άρχιζαν να παίρνουν το ρυθμό τους, ένα βράδυ, ο Αναστάσιος μου έστειλε μια πρόσκληση στο ΜSN για να μιλήσουμε.
Έτσι απλά. Μετά από 5 μήνες σιωπής, εμφανίστηκε.
Αρχικά πίστεψα πως κάποιο λάθος είχε γίνει. Τι θα μπορούσε να θέλει; Αν ήθελε να μου πει κάτι που είχε ξεχάσει να μου το πει ευθέως μπορούσε απλά να στείλει ένα εμαιλ, όπως συνήθιζε άλλωστε να κάνει και να μου γράψει εκεί ό ,τι ήθελε.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο το επόμενο συναίσθημά μου ήταν η ανησυχία. Ήξερα πως ήταν εγωιστής, είχε δηλώσει ξεκάθαρα πως με είχε διαγράψει, άρα για να κάνει μια τόσο μεγάλη (κατ' εμέ) κίνηση κάτι σοβαρό είχε γίνει.
Φαντάστηκα πως ίσως κάτι είχε κάνει ο πατέρας μου. Με κάποιο τρόπο είχε μάθει ποιος ήταν κι είχε αρχίσει ο πόλεμος. Και ο ακόμα μεγαλύτερός μου φόβος ήταν να ακούσω να μου λέει πως δεν αισθάνεται καλά. Πως ήταν άρρωστος ή κάτι τέτοιο.... Ήταν πάντα το αδύνατό μου σημείο.
Έτσι δέχτηκα την πρόσκλησή του να μιλήσουμε και το πρόσθεσα στη λίστα.
Όταν μπήκε μου είπε μια καλησπέρα και του απάντησα. Μετά φυσικά σιωπή.
Επειδή από τους δυο μας ήμουν εγώ πάντα εκείνη που είχε το κουράγιο να χτυπήσει τη γροθιά στο μαχαίρι, τον ρώτησα τι συμβαίνει.
Μετά από πολύ ώρα και μασημένα λόγια, μέσα στα οποία ήθελε να μου περάσει το μήνυμα πως "κατά λάθος" είχε γίνει η πρόσκληση όταν τον καληνύχτησα για να φύγω μου ζήτησε να μείνω.
-Θες κάτι να μου πεις; Συμβαίνει κάτι;
-Όχι, όλα είναι καλά. Εσύ είσαι καλά;
-Σε νοιάζει;
-Ναι..με νοιάζει;
-Γιατί θα μπορούσε να σε νοιάζει ένας άνθρωπος που διέγραψες;
Σιωπή.....
-Δεν μου απάντησες......είσαι καλά;
-Μετά από όλα όσα συνέβησαν, γιατί έχει σημασία να μάθεις αν είμαι καλά; Χωρίσαμε, τελειώσαμε όμορφα ωραία, σεβάστηκα την επιλογή σου και δεν σε ενόχλησα. Τώρα τι θες;
-Είχα ανάγκη να σου μιλήσω.
-Για ποιο πράγμα;
-Για μας....
-Δεν υπάρχει "μας" πια.... Το διέγραψες αν σου διαφεύγει.
-Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου.
-Τώρα με φέρνεις στη θέση να σου πω πως είσαι υπερβολικός. Αντιθέτως, ήμουν κάποια που η παρουσία μου στη ζωή σου, σου δημιουργούσε πολλά προβλήματα και το άλλαξες αυτό.
-Ποτέ δεν μου δημιούργησες κανένα πρόβλημα. Το να είμαι μαζί σου ήταν επιλογή μου.
-Όπως και το να χωρίσουμε.
-Έκανα λάθος...
-Και να υποθέσω ότι θες να το διορθώσεις;
-Θα μπορούσα;
-Θα χρειαζόσουν πολλές δικαιολογίες....
-Δικαιολογίες για ποιο πράγμα....;
Κι εκεί του έστειλα όλα τα ανώνυμα εμαιλς που είχα λάβει. Πολλές από τις συνομιλίες του με τη Γωγώ, τις οποίες τις είχα κρατήσει γιατί απλά κι όταν τις διάβαζα δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο άνθρωπος που εμπιστευόμουν όσο τίποτα στον κόσμο είχε απλά αντιγράψει σχεδόν ό,τι έλεγε σε μένα κι απλά είχε αλλάξει παραλήπτη.
-Δικαιολογίες για να μου πεις πως αποφάσισες να είσαι με αυτή που ονόμαζες ως την καλύτερή σου φίλη κι όμως σε μένα δεν είχε το κουράγιο να μου πεις την αλήθεια. Πως δεν έκανες καν τον κόπο να αλλάξεις τις προτάσεις σου, που δεν είχες καν την έμπνευση της νέας γνωριμίας αν θες για να ξεκινήσεις ένα φλερτ από το μηδέν. Κι έρχεσαι απόψε να μου πεις πως ο χωρισμός μας είναι λάθος; Και; Εγώ τι πρέπει να κάνω;
-Μ' αγαπάς;
-Εσύ ο ίδιος μου είπες πως η αγάπη δεν έχει καμμία σημασία, το ξέχασες;
-Έχει....
-Έχει ΤΩΡΑ....για ΣΕΝΑ..... τότε που είχε για μένα δεν το λογάριασες. Ήθελες απλά τον ελεύθερο χώρο για να αποκτήσεις μια νέα ερωμένη, έτσι απλά.
Κι εμένα προσπάθησες να μου πεις πως ήσουν πιεσμένος από παντού, πως κανείς δεν σε καταλάβαινε πως είχε τόσο σοβαρά προβλήματα...
Κι εγώ τώρα θα πρέπει να φανώ μεγαλόψυχη και να συγχωρήσω τι; Το λάθος που έκανες πριν 5 μήνες; Ακόμα κι αν σ'αγαπώ, όσο δυνατά κι αν σ'αγαπώ, λείπει κάτι πολύ σημαντικό....
-Τι;
-Δεν σε εμπιστεύομαι πια. Απέδειξες πως ούτε μια φορά δεν μου έχεις πει την αλήθεια. Και ξέρεις τι με λυπεί; Πως δεν είχες κανένα λόγο να μου πεις ψέμματα. Η μαγική σχέση που πίστευα πως είχαμε ξεκίνησε όταν μοιραστήκαμε οι δυο μας πράγματα που δεν είχαμε αποτυπώσει σε λέξεις ποτέ. Σκέψεις που απλά είχαν μείνει στο μυαλό μας, κι ήταν μόνο δικές μας.
Κι αυτό δυστυχώς στην πορεία χάθηκε.
-Δεν είναι έτσι. Είχα μάθει μια ζωή μόνος. Ακόμα και μέσα στην ίδια μου την οικογένεια δεν μπορούσα να μοιραστώ αυτό που σε άλλες το ονομάζουν καθημερινότητα. Είναι αλήθεια πως δέχτηκες τα πάντα. Μπορούσα να συζητήσω μαζί σου τα πάντα. Μα, δεν ήταν εύκολο να το μάθω να το κάνω πράξη. Αυτό που έγινε με τη Γωγώ ήταν η ανάγκη μου για επιβεβαίωση όταν σε έδιωξα από τη ζωή μου. Μου έλειπες αλλά μου ήταν δύσκολο να γυρίσω. Το φλερτ με τη Γωγώ δεν κατέληξε εκεί που φαντάζεσαι αλλά ούτε και πρόκειται ποτέ. Μου έλειπες μα πίστευα πως θα ήσουν κι εσύ καλύτερα χωρίς εμένα.
-Μόνο που ξέχασες να ρωτήσεις εμένα.....
-Είναι αργά να ζητήσω συγνώμη;
-Πρέπει να κλείσω..Είμαι πολύ κουρασμένη και δεν οδηγεί κάπου αυτή η συζήτηση..
-Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω...συγνώμη....
-Μη φύγεις, σε παρακαλώ....
-Δεν μπορώ να μιλήσω άλλο, ειλικρινά....
-Μπορούμε να τα ξαναπούμε;
-Δεν έχω κάτι να σου πω...
-Τίποτα δεν έχουμε πια να μοιραστούμε;
-Με έναν άνθρωπο που με πρόδωσε, δεν έχω να μοιραστώ κάτι. Κι εσύ αυτό μόνο έκανες: Με πρόδωσες... Θα χαίρομαι να μαθαίνω πως είσαι καλά, ειλικρινά πάντα θα το εύχομαι αν και βέβαια δεν πρόκειται ποτέ να το μάθω αφού οι ζωές μας είναι παράλληλες. Μα δεν έχω να σου πω κάτι άλλο;
-Δε θες ούτε να ακούσεις τι έχω να σου πω;
-Μπορείς να μου πεις ό,τι θες αλλά όχι απόψε.
-Καλά λοιπόν.....εις το επανιδείν.....
Έτσι απλά. Μετά από 5 μήνες σιωπής, εμφανίστηκε.
Αρχικά πίστεψα πως κάποιο λάθος είχε γίνει. Τι θα μπορούσε να θέλει; Αν ήθελε να μου πει κάτι που είχε ξεχάσει να μου το πει ευθέως μπορούσε απλά να στείλει ένα εμαιλ, όπως συνήθιζε άλλωστε να κάνει και να μου γράψει εκεί ό ,τι ήθελε.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο το επόμενο συναίσθημά μου ήταν η ανησυχία. Ήξερα πως ήταν εγωιστής, είχε δηλώσει ξεκάθαρα πως με είχε διαγράψει, άρα για να κάνει μια τόσο μεγάλη (κατ' εμέ) κίνηση κάτι σοβαρό είχε γίνει.
Φαντάστηκα πως ίσως κάτι είχε κάνει ο πατέρας μου. Με κάποιο τρόπο είχε μάθει ποιος ήταν κι είχε αρχίσει ο πόλεμος. Και ο ακόμα μεγαλύτερός μου φόβος ήταν να ακούσω να μου λέει πως δεν αισθάνεται καλά. Πως ήταν άρρωστος ή κάτι τέτοιο.... Ήταν πάντα το αδύνατό μου σημείο.
Έτσι δέχτηκα την πρόσκλησή του να μιλήσουμε και το πρόσθεσα στη λίστα.
Όταν μπήκε μου είπε μια καλησπέρα και του απάντησα. Μετά φυσικά σιωπή.
Επειδή από τους δυο μας ήμουν εγώ πάντα εκείνη που είχε το κουράγιο να χτυπήσει τη γροθιά στο μαχαίρι, τον ρώτησα τι συμβαίνει.
Μετά από πολύ ώρα και μασημένα λόγια, μέσα στα οποία ήθελε να μου περάσει το μήνυμα πως "κατά λάθος" είχε γίνει η πρόσκληση όταν τον καληνύχτησα για να φύγω μου ζήτησε να μείνω.
-Θες κάτι να μου πεις; Συμβαίνει κάτι;
-Όχι, όλα είναι καλά. Εσύ είσαι καλά;
-Σε νοιάζει;
-Ναι..με νοιάζει;
-Γιατί θα μπορούσε να σε νοιάζει ένας άνθρωπος που διέγραψες;
Σιωπή.....
-Δεν μου απάντησες......είσαι καλά;
-Μετά από όλα όσα συνέβησαν, γιατί έχει σημασία να μάθεις αν είμαι καλά; Χωρίσαμε, τελειώσαμε όμορφα ωραία, σεβάστηκα την επιλογή σου και δεν σε ενόχλησα. Τώρα τι θες;
-Είχα ανάγκη να σου μιλήσω.
-Για ποιο πράγμα;
-Για μας....
-Δεν υπάρχει "μας" πια.... Το διέγραψες αν σου διαφεύγει.
-Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου.
-Τώρα με φέρνεις στη θέση να σου πω πως είσαι υπερβολικός. Αντιθέτως, ήμουν κάποια που η παρουσία μου στη ζωή σου, σου δημιουργούσε πολλά προβλήματα και το άλλαξες αυτό.
-Ποτέ δεν μου δημιούργησες κανένα πρόβλημα. Το να είμαι μαζί σου ήταν επιλογή μου.
-Όπως και το να χωρίσουμε.
-Έκανα λάθος...
-Και να υποθέσω ότι θες να το διορθώσεις;
-Θα μπορούσα;
-Θα χρειαζόσουν πολλές δικαιολογίες....
-Δικαιολογίες για ποιο πράγμα....;
Κι εκεί του έστειλα όλα τα ανώνυμα εμαιλς που είχα λάβει. Πολλές από τις συνομιλίες του με τη Γωγώ, τις οποίες τις είχα κρατήσει γιατί απλά κι όταν τις διάβαζα δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο άνθρωπος που εμπιστευόμουν όσο τίποτα στον κόσμο είχε απλά αντιγράψει σχεδόν ό,τι έλεγε σε μένα κι απλά είχε αλλάξει παραλήπτη.
-Δικαιολογίες για να μου πεις πως αποφάσισες να είσαι με αυτή που ονόμαζες ως την καλύτερή σου φίλη κι όμως σε μένα δεν είχε το κουράγιο να μου πεις την αλήθεια. Πως δεν έκανες καν τον κόπο να αλλάξεις τις προτάσεις σου, που δεν είχες καν την έμπνευση της νέας γνωριμίας αν θες για να ξεκινήσεις ένα φλερτ από το μηδέν. Κι έρχεσαι απόψε να μου πεις πως ο χωρισμός μας είναι λάθος; Και; Εγώ τι πρέπει να κάνω;
-Μ' αγαπάς;
-Εσύ ο ίδιος μου είπες πως η αγάπη δεν έχει καμμία σημασία, το ξέχασες;
-Έχει....
-Έχει ΤΩΡΑ....για ΣΕΝΑ..... τότε που είχε για μένα δεν το λογάριασες. Ήθελες απλά τον ελεύθερο χώρο για να αποκτήσεις μια νέα ερωμένη, έτσι απλά.
Κι εμένα προσπάθησες να μου πεις πως ήσουν πιεσμένος από παντού, πως κανείς δεν σε καταλάβαινε πως είχε τόσο σοβαρά προβλήματα...
Κι εγώ τώρα θα πρέπει να φανώ μεγαλόψυχη και να συγχωρήσω τι; Το λάθος που έκανες πριν 5 μήνες; Ακόμα κι αν σ'αγαπώ, όσο δυνατά κι αν σ'αγαπώ, λείπει κάτι πολύ σημαντικό....
-Τι;
-Δεν σε εμπιστεύομαι πια. Απέδειξες πως ούτε μια φορά δεν μου έχεις πει την αλήθεια. Και ξέρεις τι με λυπεί; Πως δεν είχες κανένα λόγο να μου πεις ψέμματα. Η μαγική σχέση που πίστευα πως είχαμε ξεκίνησε όταν μοιραστήκαμε οι δυο μας πράγματα που δεν είχαμε αποτυπώσει σε λέξεις ποτέ. Σκέψεις που απλά είχαν μείνει στο μυαλό μας, κι ήταν μόνο δικές μας.
Κι αυτό δυστυχώς στην πορεία χάθηκε.
-Δεν είναι έτσι. Είχα μάθει μια ζωή μόνος. Ακόμα και μέσα στην ίδια μου την οικογένεια δεν μπορούσα να μοιραστώ αυτό που σε άλλες το ονομάζουν καθημερινότητα. Είναι αλήθεια πως δέχτηκες τα πάντα. Μπορούσα να συζητήσω μαζί σου τα πάντα. Μα, δεν ήταν εύκολο να το μάθω να το κάνω πράξη. Αυτό που έγινε με τη Γωγώ ήταν η ανάγκη μου για επιβεβαίωση όταν σε έδιωξα από τη ζωή μου. Μου έλειπες αλλά μου ήταν δύσκολο να γυρίσω. Το φλερτ με τη Γωγώ δεν κατέληξε εκεί που φαντάζεσαι αλλά ούτε και πρόκειται ποτέ. Μου έλειπες μα πίστευα πως θα ήσουν κι εσύ καλύτερα χωρίς εμένα.
-Μόνο που ξέχασες να ρωτήσεις εμένα.....
-Είναι αργά να ζητήσω συγνώμη;
-Πρέπει να κλείσω..Είμαι πολύ κουρασμένη και δεν οδηγεί κάπου αυτή η συζήτηση..
-Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω...συγνώμη....
-Μη φύγεις, σε παρακαλώ....
-Δεν μπορώ να μιλήσω άλλο, ειλικρινά....
-Μπορούμε να τα ξαναπούμε;
-Δεν έχω κάτι να σου πω...
-Τίποτα δεν έχουμε πια να μοιραστούμε;
-Με έναν άνθρωπο που με πρόδωσε, δεν έχω να μοιραστώ κάτι. Κι εσύ αυτό μόνο έκανες: Με πρόδωσες... Θα χαίρομαι να μαθαίνω πως είσαι καλά, ειλικρινά πάντα θα το εύχομαι αν και βέβαια δεν πρόκειται ποτέ να το μάθω αφού οι ζωές μας είναι παράλληλες. Μα δεν έχω να σου πω κάτι άλλο;
-Δε θες ούτε να ακούσεις τι έχω να σου πω;
-Μπορείς να μου πεις ό,τι θες αλλά όχι απόψε.
-Καλά λοιπόν.....εις το επανιδείν.....
Παρασκευή, Μαΐου 19, 2006
Ηρεμία
Όλα έμοιαζαν να παίρνουν το ρυθμό τους. Έναν ρυθμό που δεν γνώριζα μα μου ήταν ευχάριστο να το ανακαλύπτω μέρα τη μέρα. Οι πονοκέφαλοι και οι ημικρανίες σιγά σιγά υποχωρούσαν, το ίδιο και οι πόνοι στο στομάχι μου.
Άρχισα να κοιμάμαι κανονικά και όχι με τις ώρες, προσπαθώντας να αποφεύγω τα προβλήματά μου, και πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελάει το πρωί βγαίνοντας από το σπίτι.
Όλα αυτά συνέβησαν το διάστημα που σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να επισκεφθώ έναν ψυχολόγο. Είχαν περάσει 5 μήνες σχεδόν και δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. Δεν ήξερα ότι υπάρχει τόσος πόνος στον Έρωτα. Δεν πίστευα ποτέ ότι μπορεί ένα συναίσθημα να σε γονατίσει έτσι. Κι όταν μέρα τη μέρα έπεφτα πιο βαθιά, έφτασα σε ένα σημείο που δεν με έβρισκα.
Τώρα άρχιζα μια διαδρομή που δεν πίστευα ποτέ ότι κάνουν όσοι έχουν νοιώσει τόσο έντονα συναισθήματα.
Έβλεπα τι είχε αφήσει η θύελλα πίσω της, είχα περάσει το πρώτο σοκ, και μάζευα σιγά σιγά ό,τι είχε σκορπίσει.
Οι ενέργειες που έκανε ο πατέρας μου βρίσκονταν αρκετά συχνά μπροστά μου.
Ειδικά όταν έψαχνα να βρω δουλειά. Χρησιμοποίησε όλες τις γνωριμίες του και όση επιρροή διέθετε για να κλείσουν πολλές πόρτες.
Είχε το σκεπτικό ότι αν δεν έβρισκα δουλειά, δεν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω στα έξοδα και θα γύριζα με τα μάτια πολύ χαμηλά για να ξαναμείνω στο σπίτι που άφησα.
Δεν ήξερε ότι την ημέρα που έφυγα είχα δώσει όρκο πως την πόρτα του σπιτιού δεν θα την ξαναπεράσω ποτέ.
Ο Λευτέρης ερχόταν τακτικά στο σπίτι. Περίμενε να κοιμηθούν τα παιδιά κι έπειτα έφευγε.
Το κλίμα ήταν για αρκετό καιρό βαρύ, μα σιγά σιγά αρχίσαμε να μιλάμε σαν άνθρωποι. Είχα την αίσθηση πως προσπαθούσε να με γνωρίσει. Υπήρξα για χρόνια ένας άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του και τον είχα προδώσει.
Δεν υπήρχε κάτι να του εξηγήσω. Δεν μπορούσα να του εξηγήσω πράγματα που ούτε κι εγώ καταλάβαινα. Το κυριότερο όμως ήταν ότι δεν μπορούσα να του ζητήσω συγνώμη. Γιατί θεωρώ ότι όταν ζητάς συγνώμη, έχεις συνειδητοποιήσει τι λάθος έχεις κάνει και θες ο άλλος να σου δώσει μια ευκαιρία να του αποδείξεις την ανάγκη σου να επανορθώσεις.
Δεν δεχόμουν ότι έχω κάνει λάθος πέρα από την προδοσία.
Μου ήταν αδύνατον να ζητήσω μια δεύτερη ευκαιρία γιατί είχα την ανάγκη να μείνω μόνη μου. Είχα τη βαθιά ανάγκη να συγχωρήσω τον εαυτό μου που του πήγα κόντρα. Που δεν άκουσα τη λογική μου ούτε τους φόβους της ούτε τις υποψίες της, που εγώ η ίδια με είχα ρίξει τόσο χαμηλά με το να προσπαθώ να δικαιολογήσω καταστάσεις του Αναστάσιου που ακόμα κι ένα μικρό παιδί θα τις έβρισκε αστείες.
Ήθελα να πάψω να είμαι θυμωμένη με μένα και να σταματήσω να αναρωτιέμαι γιατί τόσα ψέμματα πια...
Έχτισα τείχη ασφαλείας και επέτρεψα για πρώτη φορά στον εαυτό μου να νοιώθει άνετα με αυτή την κατάσταση. Ό,τι θα μπορούσε να με στενοχωρήσει, να με προβληματίσει ή διαισθανόμουν ότι θα μου έκανε κακό, το απομάκρυνα ενστικτωδώς. Προφύλασσα για πρώτη φορά εγώ η ίδια μένα. Δεν άφηνα τίποτα να με πλησιάσει... μόνο τα παιδιά μου.
Και παρά το γεγονός ότι χρωστούσα μια σταράτη εξήγηση στο Λευτέρη και ουδέποτε υπήρξα άτομο της αναβολής, αυτή τη φορά έδωσα στον εαυτό μου όλο το χρόνο που χρειαζόταν.
Στο φροντιστήριο ήμασταν όλο κοπέλες, μα με τη Νίκη αρχίσαμε σιγά σιγά να κάνουμε παρέα. Μετά το μάθημα πηγαίναμε να πιούμε σοκολάτα και να χαλαρώσουμε λίγο, και προσπαθούσαμε να το διαλύουμε νωρίς γιατί εκείνη έμενε μακριά, κι εγώ έπρεπε να γυρίσω σπίτι με τα παιδιά.
Περνούσαμε ωραία μαζί. Μου θύμιζε πολύ έντονα τον Αναστάσιο, είχαν την ίδια ηρεμία, τον ίδιο τρόπο σκέψης, και παρά το γεγονός ότι ήμασταν η μέρα και η νύχτα η παρέα μας έκανε καλό.
Είχαν τα ίδια μαύρα μάτια.....
"Μπορεί να πέφτουνε τα φύλλα μου στο χώμα,
μπορεί να έφτασε η ψυχη μου μές στο στόμα,
όμως εγώ δεν εχω πει αντίο ακόμα,άκου,ακόμα ζώ!
Μπορεί να κάνει παγωνιά ,να νιωθω κρύο,
να ναι για μένα στο λιμάνι αυτό το πλοίο,
όμως δεν έχω πει ακόματο αντίο,άκου,ακόμα ζώ!
Είμαι φωτιά ,κεραυνός κι αστραπή,
η καταιγίδα που φέρνειβροχή,
είμαι ένας ήχος που ζεί στη σιωπή,
άκου,εχω φωνή!
Μπορεί να έφυγες και συ απ'τη ζωή μου
και να μου πήρες την ανάσα ,την πνοή μου,
όμως εγώ σε νιώθω ακόμα στην αφή μου,
άκου,ακόμα ζω!
Μπορεί η νύχτα νά'ναι απέξω απ'την καρδιά μου,
να με γυρεύει να φωνάζει τ'ονομά μου,
όμως εγώ θα τα τελειώσω τα όνειρά μου
άκου,ακόμα ζώ!"
Άρχισα να κοιμάμαι κανονικά και όχι με τις ώρες, προσπαθώντας να αποφεύγω τα προβλήματά μου, και πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελάει το πρωί βγαίνοντας από το σπίτι.
Όλα αυτά συνέβησαν το διάστημα που σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να επισκεφθώ έναν ψυχολόγο. Είχαν περάσει 5 μήνες σχεδόν και δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. Δεν ήξερα ότι υπάρχει τόσος πόνος στον Έρωτα. Δεν πίστευα ποτέ ότι μπορεί ένα συναίσθημα να σε γονατίσει έτσι. Κι όταν μέρα τη μέρα έπεφτα πιο βαθιά, έφτασα σε ένα σημείο που δεν με έβρισκα.
Τώρα άρχιζα μια διαδρομή που δεν πίστευα ποτέ ότι κάνουν όσοι έχουν νοιώσει τόσο έντονα συναισθήματα.
Έβλεπα τι είχε αφήσει η θύελλα πίσω της, είχα περάσει το πρώτο σοκ, και μάζευα σιγά σιγά ό,τι είχε σκορπίσει.
Οι ενέργειες που έκανε ο πατέρας μου βρίσκονταν αρκετά συχνά μπροστά μου.
Ειδικά όταν έψαχνα να βρω δουλειά. Χρησιμοποίησε όλες τις γνωριμίες του και όση επιρροή διέθετε για να κλείσουν πολλές πόρτες.
Είχε το σκεπτικό ότι αν δεν έβρισκα δουλειά, δεν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω στα έξοδα και θα γύριζα με τα μάτια πολύ χαμηλά για να ξαναμείνω στο σπίτι που άφησα.
Δεν ήξερε ότι την ημέρα που έφυγα είχα δώσει όρκο πως την πόρτα του σπιτιού δεν θα την ξαναπεράσω ποτέ.
Ο Λευτέρης ερχόταν τακτικά στο σπίτι. Περίμενε να κοιμηθούν τα παιδιά κι έπειτα έφευγε.
Το κλίμα ήταν για αρκετό καιρό βαρύ, μα σιγά σιγά αρχίσαμε να μιλάμε σαν άνθρωποι. Είχα την αίσθηση πως προσπαθούσε να με γνωρίσει. Υπήρξα για χρόνια ένας άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του και τον είχα προδώσει.
Δεν υπήρχε κάτι να του εξηγήσω. Δεν μπορούσα να του εξηγήσω πράγματα που ούτε κι εγώ καταλάβαινα. Το κυριότερο όμως ήταν ότι δεν μπορούσα να του ζητήσω συγνώμη. Γιατί θεωρώ ότι όταν ζητάς συγνώμη, έχεις συνειδητοποιήσει τι λάθος έχεις κάνει και θες ο άλλος να σου δώσει μια ευκαιρία να του αποδείξεις την ανάγκη σου να επανορθώσεις.
Δεν δεχόμουν ότι έχω κάνει λάθος πέρα από την προδοσία.
Μου ήταν αδύνατον να ζητήσω μια δεύτερη ευκαιρία γιατί είχα την ανάγκη να μείνω μόνη μου. Είχα τη βαθιά ανάγκη να συγχωρήσω τον εαυτό μου που του πήγα κόντρα. Που δεν άκουσα τη λογική μου ούτε τους φόβους της ούτε τις υποψίες της, που εγώ η ίδια με είχα ρίξει τόσο χαμηλά με το να προσπαθώ να δικαιολογήσω καταστάσεις του Αναστάσιου που ακόμα κι ένα μικρό παιδί θα τις έβρισκε αστείες.
Ήθελα να πάψω να είμαι θυμωμένη με μένα και να σταματήσω να αναρωτιέμαι γιατί τόσα ψέμματα πια...
Έχτισα τείχη ασφαλείας και επέτρεψα για πρώτη φορά στον εαυτό μου να νοιώθει άνετα με αυτή την κατάσταση. Ό,τι θα μπορούσε να με στενοχωρήσει, να με προβληματίσει ή διαισθανόμουν ότι θα μου έκανε κακό, το απομάκρυνα ενστικτωδώς. Προφύλασσα για πρώτη φορά εγώ η ίδια μένα. Δεν άφηνα τίποτα να με πλησιάσει... μόνο τα παιδιά μου.
Και παρά το γεγονός ότι χρωστούσα μια σταράτη εξήγηση στο Λευτέρη και ουδέποτε υπήρξα άτομο της αναβολής, αυτή τη φορά έδωσα στον εαυτό μου όλο το χρόνο που χρειαζόταν.
Στο φροντιστήριο ήμασταν όλο κοπέλες, μα με τη Νίκη αρχίσαμε σιγά σιγά να κάνουμε παρέα. Μετά το μάθημα πηγαίναμε να πιούμε σοκολάτα και να χαλαρώσουμε λίγο, και προσπαθούσαμε να το διαλύουμε νωρίς γιατί εκείνη έμενε μακριά, κι εγώ έπρεπε να γυρίσω σπίτι με τα παιδιά.
Περνούσαμε ωραία μαζί. Μου θύμιζε πολύ έντονα τον Αναστάσιο, είχαν την ίδια ηρεμία, τον ίδιο τρόπο σκέψης, και παρά το γεγονός ότι ήμασταν η μέρα και η νύχτα η παρέα μας έκανε καλό.
Είχαν τα ίδια μαύρα μάτια.....
"Μπορεί να πέφτουνε τα φύλλα μου στο χώμα,
μπορεί να έφτασε η ψυχη μου μές στο στόμα,
όμως εγώ δεν εχω πει αντίο ακόμα,άκου,ακόμα ζώ!
Μπορεί να κάνει παγωνιά ,να νιωθω κρύο,
να ναι για μένα στο λιμάνι αυτό το πλοίο,
όμως δεν έχω πει ακόματο αντίο,άκου,ακόμα ζώ!
Είμαι φωτιά ,κεραυνός κι αστραπή,
η καταιγίδα που φέρνειβροχή,
είμαι ένας ήχος που ζεί στη σιωπή,
άκου,εχω φωνή!
Μπορεί να έφυγες και συ απ'τη ζωή μου
και να μου πήρες την ανάσα ,την πνοή μου,
όμως εγώ σε νιώθω ακόμα στην αφή μου,
άκου,ακόμα ζω!
Μπορεί η νύχτα νά'ναι απέξω απ'την καρδιά μου,
να με γυρεύει να φωνάζει τ'ονομά μου,
όμως εγώ θα τα τελειώσω τα όνειρά μου
άκου,ακόμα ζώ!"
Τετάρτη, Μαΐου 17, 2006
Ένα βήμα την κάθε φορά
Οι ετοιμασίες στο σπίτι μου έτρωγαν όλο το χρόνο και την πολύ λίγη ενεργητικότητα που είχα αποκτήσει σιγά σιγά. Μέρα τη μέρα γινόταν πιο όμορφο, οι κοπέλες μου είχαν ξετρελλαθεί με το δωμάτιό τους, τα χρώματα και κυρίως το...χώρο που είχαν να παίξουν.
Για βδομάδες, έπεφτα στο κρεβάτι και δεν προλάβαινα να σκεφτώ τίποτα από την κούραση. Καμιά φορά εκείνη η μια ερώτηση ξεπηδούσε από το πίσω μέρος του μυαλού μου και λαχατρούσε μια απάντηση... "Άραγε, μ'αγάπησε ποτέ;"
Δεν ξέρω αν άντεχα την απάντηση, δεν ξέρω αν υπήρχε καν απάντηση ή αν ήταν εντελώς ανόητη η ερώτησή μου μετά από όλα όσα είχαν συμβεί.
Το φροντιστήριο μου έδωσε την ευκαιρία να περπατήσω ξανά στην πλατεία το βράδυ. Αγαπημένες στιγμές που είχα για πολύ καιρό ξεχάσει. Με έβαλε ξανά στη διαδικασία να νοιώσω μαθήτρια, να φροντίζω τα βιβλία μου, να πρέπει να διαβάσω, ενώ κάποιες περιστασιακές δουλειές μου παρουσιάστηκαν και δεν τις άφησα.
Όσες πόρτες είχα χτυπήσει σε γνωστούς και φίλους ο πατέρας μου είχε προλάβει.
Μου φαινόταν αστείο, νόμιζα πως ζούσα σε ελληνική ταινία κάποιες φορές μα δυστυχώς ήταν αλήθεια. Για μένα η ιστορία με τους δικούς μου είχε τελειώσει. Και μπορώ να πω αισίως αφού είχαν κάνει πίσω με το θέμα των παιδιών.
Όταν τελείωσε το σπίτι, ήταν ήδη καλοκαίρι. Λάτρευα να κάθομαι στο μπαλκόνι και να χαζεύω τους περαστικούς, τα μαγαζιά να κλείνουν, οικογένειες που ανέβαιναν στο αυτοκίνητό τους για να πάνε τη βόλτα τους ή να γυρίσουν σπίτι τους.
Κάποιες στιγμές το θεωρούσα τραγικό κάτι που άλλοι μπορεί να μην το είχαν καθόλου εκτιμήσει σε εμένα να έλειπε τόσο πολύ.
Το μόνο που νοστάλγησα από το παλιό μου σπίτι, ήταν το σκυλί μου, ο Ρόξυ. Και τα λουλούδια μου. Προσπάθησα να φυτέψω το μπαλκόνι αλλά....δεν ήταν όπως το σπίτι.
Και η βροχή όταν έπεφτε, έμοιαζε με ξένη. Δεν άκουγα πια τον ήχο της όταν άγγιζε το χώμα, ούτε καταλάβαινα την παρουσία της στα κεραμμύδια. Πολλές φορές δεν ήξερα ότι βρέχει. Μα μπροστά στην ηρεμία μου μπορούσα να τα ξεπεράσω όλα.
Έτσι από βλαχάκι μια ζωή, κατέληξα να προσπαθώ να ζω στην πόλη.
Δειλά δειλά στο φροντιστήριο είχα κάνει γνωριμίες. Αυτό σήμαινε για μένα ότι είχα ξαναρχίσει να είμαι ευγενική με ξένους, κοινωνική και σίγουρα κανένας δεν έβλεπε σε μένα το αγρίμι που είχα δει εγώ στον εαυτό μου.
Μάλιστα μια παρουσία εκεί με ξεχώρισε....ή την ξεχώρισα; Δεν είμαι ακριβώς σίγουρη.
Εγώ που σπάνια κάνω φιλίες με γυναίκες, τη Νίκη τη συμπάθησα από τις πρώτες μας κουβέντες.
Ίσως γιατί είχε δύο κατάμαυρα μάτια που μου θύμιζαν κάποιον.
Ή ίσως γιατί οι συμπτώσεις στη ζωή μου δεν είχαν τελειώσει ακόμα.....
"To really love a woman to understand her
you've got to know what deep inside
hear every thought see every dream and give her wings
when she wants to fly and when you find yourself lying helpless in her arms
You know you really love a woman
When you love a woman you tell her that she's really woman
When you love a woman you tell her that she's the one
She needs somebody to tell her that it's gonna last forever
So tell me have you ever really really, reallly ever loved a woman? "
Για βδομάδες, έπεφτα στο κρεβάτι και δεν προλάβαινα να σκεφτώ τίποτα από την κούραση. Καμιά φορά εκείνη η μια ερώτηση ξεπηδούσε από το πίσω μέρος του μυαλού μου και λαχατρούσε μια απάντηση... "Άραγε, μ'αγάπησε ποτέ;"
Δεν ξέρω αν άντεχα την απάντηση, δεν ξέρω αν υπήρχε καν απάντηση ή αν ήταν εντελώς ανόητη η ερώτησή μου μετά από όλα όσα είχαν συμβεί.
Το φροντιστήριο μου έδωσε την ευκαιρία να περπατήσω ξανά στην πλατεία το βράδυ. Αγαπημένες στιγμές που είχα για πολύ καιρό ξεχάσει. Με έβαλε ξανά στη διαδικασία να νοιώσω μαθήτρια, να φροντίζω τα βιβλία μου, να πρέπει να διαβάσω, ενώ κάποιες περιστασιακές δουλειές μου παρουσιάστηκαν και δεν τις άφησα.
Όσες πόρτες είχα χτυπήσει σε γνωστούς και φίλους ο πατέρας μου είχε προλάβει.
Μου φαινόταν αστείο, νόμιζα πως ζούσα σε ελληνική ταινία κάποιες φορές μα δυστυχώς ήταν αλήθεια. Για μένα η ιστορία με τους δικούς μου είχε τελειώσει. Και μπορώ να πω αισίως αφού είχαν κάνει πίσω με το θέμα των παιδιών.
Όταν τελείωσε το σπίτι, ήταν ήδη καλοκαίρι. Λάτρευα να κάθομαι στο μπαλκόνι και να χαζεύω τους περαστικούς, τα μαγαζιά να κλείνουν, οικογένειες που ανέβαιναν στο αυτοκίνητό τους για να πάνε τη βόλτα τους ή να γυρίσουν σπίτι τους.
Κάποιες στιγμές το θεωρούσα τραγικό κάτι που άλλοι μπορεί να μην το είχαν καθόλου εκτιμήσει σε εμένα να έλειπε τόσο πολύ.
Το μόνο που νοστάλγησα από το παλιό μου σπίτι, ήταν το σκυλί μου, ο Ρόξυ. Και τα λουλούδια μου. Προσπάθησα να φυτέψω το μπαλκόνι αλλά....δεν ήταν όπως το σπίτι.
Και η βροχή όταν έπεφτε, έμοιαζε με ξένη. Δεν άκουγα πια τον ήχο της όταν άγγιζε το χώμα, ούτε καταλάβαινα την παρουσία της στα κεραμμύδια. Πολλές φορές δεν ήξερα ότι βρέχει. Μα μπροστά στην ηρεμία μου μπορούσα να τα ξεπεράσω όλα.
Έτσι από βλαχάκι μια ζωή, κατέληξα να προσπαθώ να ζω στην πόλη.
Δειλά δειλά στο φροντιστήριο είχα κάνει γνωριμίες. Αυτό σήμαινε για μένα ότι είχα ξαναρχίσει να είμαι ευγενική με ξένους, κοινωνική και σίγουρα κανένας δεν έβλεπε σε μένα το αγρίμι που είχα δει εγώ στον εαυτό μου.
Μάλιστα μια παρουσία εκεί με ξεχώρισε....ή την ξεχώρισα; Δεν είμαι ακριβώς σίγουρη.
Εγώ που σπάνια κάνω φιλίες με γυναίκες, τη Νίκη τη συμπάθησα από τις πρώτες μας κουβέντες.
Ίσως γιατί είχε δύο κατάμαυρα μάτια που μου θύμιζαν κάποιον.
Ή ίσως γιατί οι συμπτώσεις στη ζωή μου δεν είχαν τελειώσει ακόμα.....
"To really love a woman to understand her
you've got to know what deep inside
hear every thought see every dream and give her wings
when she wants to fly and when you find yourself lying helpless in her arms
You know you really love a woman
When you love a woman you tell her that she's really woman
When you love a woman you tell her that she's the one
She needs somebody to tell her that it's gonna last forever
So tell me have you ever really really, reallly ever loved a woman? "
Κυριακή, Μαΐου 14, 2006
Ξανά απ' το μηδέν
Δεν κατάφερα τελικά να πείσω τον Λευτέρη να φύγουμε από κείνο το σπίτι. Δεν ευσταθούσε καμμία δικαιολογία από αυτές που έλεγα μα και τα υπόλοιπα σπίτι που είχα βρει μόνη μου δεν ήταν καν λειτουργικά πόσο μάλλον όμορφα.....
Έτσι θεώρησα πως απλά έμπαινα σε μια νέα δοκιμασία. Όταν δεν μπορείς να αποφύγεις ένα πρόβλημα, το αντιμετωπίζεις.
Η μετακόμιση ήταν και η μόνη ενέργεια που με ώθησε αναγκαστικά να βγω στον κόσμο ξανά. Η ευτυχία μου τότε ήταν ότι δεν τον έβλεπα πουθενά, δεν είχαμε συναντηθεί καν τυχαία, έτσι προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα ήταν εντάξει.
Έστησα ένα καινούριο σπιτικό μα με μια διαλυμένη οικογένεια. Ο Λευτέρης έφυγε από το σπίτι. Η σιωπή που είχε μπει ανάμεσά μας, δεν ήταν ό,τι το καλύτερο. Για το μόνο που στενοχωριούμουν ήταν ότι του είχα προκαλέσει τόσο πόνο όσο δεν πίστευα ποτέ ότι μπορώ να κάνω.
Γύριζε, έβλεπε τα παιδιά, μας φρόντιζε, μας ψώνιζε, ήταν ευγενικός απέναντί μου...αλλά μέχρι εκεί. Δεν είχα λόγια να του πω. Να πω τι; Ότι τον πρόδωσα; Ότι λυπόμουν; Ότι είχα μετανοιώσει; Τέτοιες στιγμές τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και πολύ επώδυνα.....
Σιγά σιγά άρχισα να ξυπνάω από το λήθαργό μου....
Μέσα στην πόλη άκουγα την κίνηση, τους ανθρώπους, ένοιωθα ξανά ζωντανή, πως είμαι μέρος του κόσμου.
Ξεμύτιζα δειλά δειλά.... Ήμουν στο κέντρο, μπορούσα να πάω οπουδήποτε με τα πόδια, έβλεπα πιο συχνά γνωστούς και φίλους, το σπίτι δεν έμενε χωρίς κόσμο ποτέ.
Όσοι με γνώριζαν ήξεραν πως κάτι συμβαίνει, οι φίλοι όμως δεν μου έκαναν ποτέ δύσκολες ερωτήσεις.
Γράφτηκα σε ένα φροντιστήριο, κι ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που μου χάρισαν πραγματικά ευτυχία. Θα έκανα ένα όνειρό μου πραγματικότητα μετά από 15 χρόνια αναβολών.
Σιγά σίγα έμπαινα ξανά στο διαδίκτυο, αυτή τη φορά ως ένας αδιάφορος χρήστης που θέλει να σκοτώσει την ώρα του.
Υπήρξε όμως κάποιος που ήθελε να με πληγώσει ακόμα πιο πολύ....
Ό,τι εμαιλς αντέλλασε ο Αναστάσιος με τη Γεωργία έρχονταν και στα δικά μου εισερχόμενα.... Φυσικά έγραφε και τα δικά του σχόλια από κάτω.... Κάποιος ήξερε την ιστορία μας, και ήθελε όπως έλεγε να μου ανοίξει τα μάτια να καταλάβω με τι άνθρωπο είχα μπλέξει.
Φωτογραφίες, ερωτικά μηνύματα, υποννοούμενα, λογοπαίγνια, όλα....
Τίποτα δεν άφησε ο άγνωστος που να μη μου το ανακοινώσει.
Πόνεσα πολύ. Όχι λόγω ζήλειας όμως. Απογοητεύτηκα γιατί μέχρι τότε πίστευα πως ό,τι μοιράστηκα με τον Αναστάσιο ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο, πολύ μοναδικό. Πίστευα πως το ίδιο αισθανόταν κι εκείνος, μα με ό,τι είχα διαβάσει δυστυχώς αυτό δεν αποδεικνυόταν με τίποτε.....
Προσπάθησα να μπλοκάρω την διεύθυνση εμαιλ μα ήταν από ανώνυμη διεύθυνση κι έτσι δεν γινόταν. Άρχισα να τα σβήνω χωρίς να τα διαβάσω. Προσπαθούσα να στήσω τη ζωή μου από την αρχή και δεν με βοηθούσε αυτό.
Αφού εκείνος με είχε διαγράψει απλά έπρεπε να μάθω να συνεχίσω.. Κι αφού του ήταν τόσο δύσκολο να μου πει την πραγματική αιτία που ήθελε να χωρίσουμε, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά να συνειδητοποιήσω την κατάσταση.
Αρχές Σεπτεμβρίου άρχιζαν τα κορίτσια σχολείο κι έτσι κάθε πρωί, ετοιμαζόμασταν μέσα στην τρελλή χαρά και πηγαίναμε. Αρχίζαμε σιγά σιγά να μαθαίνουμε πως πρέπει να περπατάμε από το πεζοδρόμιο, να κοιτάμε το δρόμο και τα αυτοκίνητα, να μη μιλάμε σε αγνώστους, να μην παίρνουμε καραμέλες από ανθρώπους που δεν ξέρουμε.....
Είχα χάσει χρόνο από τα παιδιά μου και ρούφαγα την κάθε στιγμή. Συνειδητοποίησα ξαφνικά τι όμορφο ήταν να λες καλημέρα σε όποιον συναντάς, να παίρνεις ζεστό ψωμί από το φούρνο, να χαζεύεις λίγο τον κόσμο πριν γυρίσεις σπίτι να μαγειρέψεις. Εκεί που ζούσα πρώτα ήταν ερημιά, χρειαζόμουν μεταφορικό μέσον για να κάνω τέτοιες μικρές δουλίτσες αφού οδηγούσα για 10 χιλιόμετρα πρώτα.
Μόνο που οι συμπτώσεις δεν θα σταματούσαν εδώ....
Τον ίδιο δρόμο έπαιρνε και ο Αναστάσιος κάθε πρωί για να πάει στο μαγαζί του.
Και μοιραία, συναντηθήκαμε στο δρόμο ξανά......
"Είδα μέσα στη βουή
την παλιά μου αγάπη
τόσες θύελλες εκεί
τόσες πυρκαγιές....
Πως να κλείσει η πληγή
πως να βγει τ' αγκάθι
γιατί, βρήκαμε γιατί,
τόσες αφορμές..;;"
Έτσι θεώρησα πως απλά έμπαινα σε μια νέα δοκιμασία. Όταν δεν μπορείς να αποφύγεις ένα πρόβλημα, το αντιμετωπίζεις.
Η μετακόμιση ήταν και η μόνη ενέργεια που με ώθησε αναγκαστικά να βγω στον κόσμο ξανά. Η ευτυχία μου τότε ήταν ότι δεν τον έβλεπα πουθενά, δεν είχαμε συναντηθεί καν τυχαία, έτσι προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα ήταν εντάξει.
Έστησα ένα καινούριο σπιτικό μα με μια διαλυμένη οικογένεια. Ο Λευτέρης έφυγε από το σπίτι. Η σιωπή που είχε μπει ανάμεσά μας, δεν ήταν ό,τι το καλύτερο. Για το μόνο που στενοχωριούμουν ήταν ότι του είχα προκαλέσει τόσο πόνο όσο δεν πίστευα ποτέ ότι μπορώ να κάνω.
Γύριζε, έβλεπε τα παιδιά, μας φρόντιζε, μας ψώνιζε, ήταν ευγενικός απέναντί μου...αλλά μέχρι εκεί. Δεν είχα λόγια να του πω. Να πω τι; Ότι τον πρόδωσα; Ότι λυπόμουν; Ότι είχα μετανοιώσει; Τέτοιες στιγμές τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και πολύ επώδυνα.....
Σιγά σιγά άρχισα να ξυπνάω από το λήθαργό μου....
Μέσα στην πόλη άκουγα την κίνηση, τους ανθρώπους, ένοιωθα ξανά ζωντανή, πως είμαι μέρος του κόσμου.
Ξεμύτιζα δειλά δειλά.... Ήμουν στο κέντρο, μπορούσα να πάω οπουδήποτε με τα πόδια, έβλεπα πιο συχνά γνωστούς και φίλους, το σπίτι δεν έμενε χωρίς κόσμο ποτέ.
Όσοι με γνώριζαν ήξεραν πως κάτι συμβαίνει, οι φίλοι όμως δεν μου έκαναν ποτέ δύσκολες ερωτήσεις.
Γράφτηκα σε ένα φροντιστήριο, κι ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που μου χάρισαν πραγματικά ευτυχία. Θα έκανα ένα όνειρό μου πραγματικότητα μετά από 15 χρόνια αναβολών.
Σιγά σίγα έμπαινα ξανά στο διαδίκτυο, αυτή τη φορά ως ένας αδιάφορος χρήστης που θέλει να σκοτώσει την ώρα του.
Υπήρξε όμως κάποιος που ήθελε να με πληγώσει ακόμα πιο πολύ....
Ό,τι εμαιλς αντέλλασε ο Αναστάσιος με τη Γεωργία έρχονταν και στα δικά μου εισερχόμενα.... Φυσικά έγραφε και τα δικά του σχόλια από κάτω.... Κάποιος ήξερε την ιστορία μας, και ήθελε όπως έλεγε να μου ανοίξει τα μάτια να καταλάβω με τι άνθρωπο είχα μπλέξει.
Φωτογραφίες, ερωτικά μηνύματα, υποννοούμενα, λογοπαίγνια, όλα....
Τίποτα δεν άφησε ο άγνωστος που να μη μου το ανακοινώσει.
Πόνεσα πολύ. Όχι λόγω ζήλειας όμως. Απογοητεύτηκα γιατί μέχρι τότε πίστευα πως ό,τι μοιράστηκα με τον Αναστάσιο ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο, πολύ μοναδικό. Πίστευα πως το ίδιο αισθανόταν κι εκείνος, μα με ό,τι είχα διαβάσει δυστυχώς αυτό δεν αποδεικνυόταν με τίποτε.....
Προσπάθησα να μπλοκάρω την διεύθυνση εμαιλ μα ήταν από ανώνυμη διεύθυνση κι έτσι δεν γινόταν. Άρχισα να τα σβήνω χωρίς να τα διαβάσω. Προσπαθούσα να στήσω τη ζωή μου από την αρχή και δεν με βοηθούσε αυτό.
Αφού εκείνος με είχε διαγράψει απλά έπρεπε να μάθω να συνεχίσω.. Κι αφού του ήταν τόσο δύσκολο να μου πει την πραγματική αιτία που ήθελε να χωρίσουμε, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά να συνειδητοποιήσω την κατάσταση.
Αρχές Σεπτεμβρίου άρχιζαν τα κορίτσια σχολείο κι έτσι κάθε πρωί, ετοιμαζόμασταν μέσα στην τρελλή χαρά και πηγαίναμε. Αρχίζαμε σιγά σιγά να μαθαίνουμε πως πρέπει να περπατάμε από το πεζοδρόμιο, να κοιτάμε το δρόμο και τα αυτοκίνητα, να μη μιλάμε σε αγνώστους, να μην παίρνουμε καραμέλες από ανθρώπους που δεν ξέρουμε.....
Είχα χάσει χρόνο από τα παιδιά μου και ρούφαγα την κάθε στιγμή. Συνειδητοποίησα ξαφνικά τι όμορφο ήταν να λες καλημέρα σε όποιον συναντάς, να παίρνεις ζεστό ψωμί από το φούρνο, να χαζεύεις λίγο τον κόσμο πριν γυρίσεις σπίτι να μαγειρέψεις. Εκεί που ζούσα πρώτα ήταν ερημιά, χρειαζόμουν μεταφορικό μέσον για να κάνω τέτοιες μικρές δουλίτσες αφού οδηγούσα για 10 χιλιόμετρα πρώτα.
Μόνο που οι συμπτώσεις δεν θα σταματούσαν εδώ....
Τον ίδιο δρόμο έπαιρνε και ο Αναστάσιος κάθε πρωί για να πάει στο μαγαζί του.
Και μοιραία, συναντηθήκαμε στο δρόμο ξανά......
"Είδα μέσα στη βουή
την παλιά μου αγάπη
τόσες θύελλες εκεί
τόσες πυρκαγιές....
Πως να κλείσει η πληγή
πως να βγει τ' αγκάθι
γιατί, βρήκαμε γιατί,
τόσες αφορμές..;;"
Ο πάτος
Κοιμόμουν όλη μέρα. Και όλη νύχτα.
Σηκωνόμουν το πρωί, ετοίμαζα τα παιδιά για τον παιδικό, τα έπαιρνε ο Λευτέρης κι εγώ ξαναπήγαινα να κοιμηθώ.
Έκλεισα κινητά, σταθερά, θάφτηκα μέσα σε ένα δωμάτιο 2Χ2.
Δεν έβγαινα έξω ούτε στην αυλή για κανέναν λόγο.
Μου ήταν όλα αδιάφορα. Μόλις διαπίστωσα και πόσο ευσυγκίνητη είχα γίνει, έπαψα να ανοίγω και την τηλεόραση. Δεν πλησίαζα τίποτα που να είχε μουσική.
Για πάνω από 3 μήνες δεν άντεχα τη μουσική. Με κλειστά τα μάτια νόμιζα πως τίποτα δεν μπορούσε να μου τον θυμίσει. Δεν ξαναπήγα στη μεγάλη πόλη. Έκανα το ίδιο μου το σπίτι κελί, με την ψυχή μου κρατούμενη, τιμωρημένη για όσα είχε νοιώσει.
Ξυπνούσα λίγο πριν το μεσημέρι, μαγείρευα, κι έπεφτα ξανά για ύπνο. Δεν με έβλεπε πια κανείς. Ούτε οι δικοί μου που έμεναν απέναντι, ούτε ο άντρας μου μα ούτε και τα παιδιά μου.
Όποιος φίλος κι αν με πλησίασε εκείνο τον καιρό, δεν τον θυμάμαι. Ό,τι κι αν μου είπαν, έμειναν έξω από τα τείχη που είχα φτιάξει. Ήμουν σε λήθαργο.....ακόμα και όταν ήμουν ξύπνια. Θυμάμαι μόνο μαύρο από εκείνο τον καιρό.
Πατζούρια κλειστά, κουρτίνες κλειστές, η πόρτα μου κλειδωμένη. Εγώ απούσα. Η μόνη μου έξοδος όταν αναγκάστηκα να με μεταφέρουν με νεύρωση στομάχου. Σε ένα νοσοκομείο όπου η ζωή και ο θάνατος περπατάνε δίπλα δίπλα το σοκ της πραγματικότητας δεν με συγκίνησε. Έφυγα το ίδιο βράδυ με τις πυτζάμες μου κι ένα ταξί για να κλειστώ στην ασφάλεια του κελιού μου.
Με χώριζε στη μέση η αγάπη μου για εκείνον και η εμπιστοσύνη μου που είχε προδώσει τόσο εύκολα. Δεν είχα καμία απαίτηση από εκείνον ποτέ, μα το να με υποτιμήσει, δεν του το είχα επιτρέψει ποτέ.
Και τότε βρήκε την ευκαιρία ο πατέρας μου να ξεκινήσει τον πόλεμο. Πάντα το θεωρούσα άνανδρο να χτυπάς κάποιον που είναι ήδη γονατισμένος, μα τώρα, μετά από τόσο καιρό, νομίζω πως αν δεν ήταν εκείνος δεν θα είχα σηκωθεί ποτέ.
Δεν φοβόμουν πια για το τι θα έχανα. Δεν είχα τίποτα να χάσω. Ή έτσι νόμιζα.
Νόμιζα πως είχα χάσει εμένα, άρα όλα τα υπόλοιπα ήταν ασήμαντα. Μέχρι που ο πόλεμος ξεκίνησε, κάποιοι του είχαν πει για κάποιον που είχαν δει μαζί μου, μέσες άκρες, και με απείλησε ότι θα του κάνει κακό.
Ή θα συμμορφωνόμουν με ό,τι σχεδίαζε και θα του έλεγα ποιος ήταν αυτός που είχα ατιμάσει το οικογενειακό μας όνομα, ή θα τον έβρισκε μόνος του και θα τον διέλυε. Ήξερα τι ήταν ικανός να κάνει. Το είχα δει πολλές φορές στο παρελθόν με διάφορα άτομα και διαφορετικές καταστάσεις. Υπήρξαν φορές που λυπήθηκα τον ξένο κόσμο και μίσησα τον ίδιο μου τον πατέρα. Ήξερα.... και γιαυτό φοβήθηκα.
Ήξερα τον πατέρα μου μα συνειδητοποιούσα και την αδυναμία του Αναστάσιου. Ο "κόσμος" είχε ήδη φύγει μία φορά από το σπίτι με το παιδί και από τις κουβέντες που μου είχε πει κατάλαβα πως της ήταν πολύ εύκολο να τον τιμωρήσει στερώντας του το παιδί τους.
Ήξερα πως στο ένα μαγαζί, υπήρχε ο πατέρας του. Κακά τα ψέμματα αυτόν ήξεραν οι πιο παλιοί, αυτός είχε συνεχίσει για πολλά χρόνια το όνομα του πατέρα του και ο Αναστάσιος ήταν ακόμα στην αρχή. Μάλλον υπό επιτήρηση από ένα αφεντικό που ήθελε τα πάντα να γίνονται όπως γνώριζε αυτός. Δεν δεχόταν ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και δεν νομίζω πως πίστεψε ποτέ στις ικανότητες του γιού του. Δεν έφυγε από το μαγαζί ούτε κι όταν πήρε τη σύνταξη...
Και τότε ξύπνησα. Όχι απλά ξύπνησα, πήδηξα μέχρι το ταβάνι. Ό,τι κι αν γινόταν ο Αναστάσιος δεν ήθελα να πάθει τίποτα.
Μέρες και νύχτες πέρασαν μέσα σε απειλές, φοβέρες, προειδοποιήσεις. Και μια μέρα που με πήρε ένας οικογενειακός φίλος δικηγόρος τηλέφωνο, χτύπησα τη γροθιά μου στο μαχαίρι.
Σκόπευαν να μου κάνουν ασφαλιστικά μέτρα να μου πάρουν τα παιδιά. Και εκεί σκύλιασα. Τα βρόντηξα όλα στα μούτρα τους κι έφυγα. Φόρτωσα χαρτοκιβώτια νουνού, έδωσα μια κλωτσιά στην πόρτα του πατρικού μου σπιτιού, φώναξα τον πατέρα μου και του είπα πως του τα χαρίζω όλα. Τα γραμμάτια από το πατρικό που είχα πληρώσει, το δικό μου σπίτι που είχα χτίσει με τόσες στερήσεις, την περιουσία στο όνομα και των δύο μας, όλα δικά του. Τα επιδόματα, τις άδειες, το ΙΚΑ, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα για όσα χρόνια δούλευα στο μαγαζί, όλα χάρισμά του.
Αν πείραζε μια τρίχα από τα μαλλιά των παιδιών μου, θα πήγαινα δικαστικώς, θα έπαιρνα ό,τι μου αναλογούσε, και ορκίστηκα πως ό,τι έπαιρνα, θα το μοίραζα σε ιδρύματα που ασχολούνται με παιδιά.Του είπα πως του είχαν πει ψέμματα για την όποια παράνομη σχέση του είχαν πει, πως με συκοφαντούσαν κι άλλα....ψέμματα.
Τα λεφτά όμως πάντα ήταν το ευαίσθητο σημείο του πατέρα μου.... Κι ευτυχώς έπιασε. Έφυγα νύχτα και πήγα στη μεγάλη πόλη. Έψαχνα αρκετό καιρό για σπίτι... Άμα έχεις αφήσει 2 σπίτια που έχεις φτιάξει κάνοντας φοβερές οικονομίες, στερώντας από τον εαυτό σου πολλά σαν παιδί και σαν έφηβη, και παλάτι να μου έβρισκαν, πάλι δεν θα μου άρεσε. Ένα πρωί, ήρθε ο Λευτέρης, με κάτι κλειδιά στο χέρι του και μου είπε για ένα σπίτι όνειρο.
Η συμπεριφορά του ήταν πολύ ευγενική. Τόσο που μου ερχόταν να ουρλιάξω. Προτιμούσα να με βρίσει, να μου φωνάξει, να ξεσπάσει με όποιο τρόπο ήθελε. Δεν άντεχα και τη δική του σιωπή.
"Είμαι ο πατέρας των παιδιών, δεν είμαι;"
μου απάντησε ένα βράδυ που προσπαθούσα να βρω τη δύναμη να του πω.
"Κι αν δεν μου το στερήσεις και αυτό, άσε με να κάνω αυτό που πρέπει."
Ένα χαστούκι ούτε καν θα με ενοχλούσε.... Αυτό με πέθανε.
Η τραγική ειρωνεία ήταν πως το σπίτι αυτό, ήταν σχεδόν δίπλα από εκεί που άραζε το αυτοκίνητό του ο Αναστάσιος. Ένα δρόμο πιο κάτω από το πρώτο μας ραντεβού, από το σημείο που είχαμε συναντηθεί πολλές φορές, εντελώς "συμπτωματικά" για να τον δω λίγο μόνο του.... Η μεριά που πήγαινα να δω όταν έκλεινε το μαγαζί, αν φεύγοντας ήταν καλά, έστω κι αν εκείνος δεν με έβλεπε ποτέ.
Θυμάμαι μπήκα στο σπίτι που ήταν πραγματικά πανέμορφο και δεν ήξερα τι να κάνω....; Να κλάψω ή να γελάσω.....; Βρήκα χίλιες δύο δικαιολογίες. Ήθελα να φύγω από εκεί, αισθανόμουν σαν ποντίκι στη φάκα, μα η αλήθεια ήταν πως τίποτα από όσα έλεγα δεν ευσταθούσε.
"Για φαντάσου να φύγεις από εκεί και να βρεις σπίτι στη μεγάλη πόλη.... Θα μπορώ να περνάω κάθε μέρα να σε βλέπω!!!"
μου είχε πει σε μια κουβέντα που είχαμε κάνει μήνες πριν ο Αναστάσιος, όταν του είχα πει πως θέλω να βγω από το κελί μου....
"Και που ξέρεις ότι όταν γίνει αυτό θα είμαστε μαζί;" τον ρώτησα....
"Θα είμαστε.... Γιατί σ'αγαπάω πάρα πολύ. Είσαι ό,τι πιο όμορφο μου έχει συμβεί. Μαζί σου γνώρισα όμορφες καταστάσεις που είχα ξεχάσει, ένοιωσα τον έρωτα που δεν με άφησαν ποτέ να νοιώσω, μου δίνεις φτερά όταν όλοι γύρω με τσακίζουν. Όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν γίνει, πάντα θα έρχομαι να σε βρω...."
Από τις φορές που η διορατικότητά μου είχε λειτουργήσει, κι από τις σπάνιες που διάβασα όμορφα λόγια του..... Να όμως που είχα βγει αληθινή.
Όταν ρυθμίσετε λοιπόν, τη διαθήκη
Και του μερίδιο δοθεί του καθενός
Εμένα αφήστε μου το δρόμο που μου ανήκει
Αυτόν που διάλεξα να πάρω μοναχός
Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
Εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά
Εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα
Εγώ έχω αδέρφια τα ποτάμια, τα πουλιά.....
Σηκωνόμουν το πρωί, ετοίμαζα τα παιδιά για τον παιδικό, τα έπαιρνε ο Λευτέρης κι εγώ ξαναπήγαινα να κοιμηθώ.
Έκλεισα κινητά, σταθερά, θάφτηκα μέσα σε ένα δωμάτιο 2Χ2.
Δεν έβγαινα έξω ούτε στην αυλή για κανέναν λόγο.
Μου ήταν όλα αδιάφορα. Μόλις διαπίστωσα και πόσο ευσυγκίνητη είχα γίνει, έπαψα να ανοίγω και την τηλεόραση. Δεν πλησίαζα τίποτα που να είχε μουσική.
Για πάνω από 3 μήνες δεν άντεχα τη μουσική. Με κλειστά τα μάτια νόμιζα πως τίποτα δεν μπορούσε να μου τον θυμίσει. Δεν ξαναπήγα στη μεγάλη πόλη. Έκανα το ίδιο μου το σπίτι κελί, με την ψυχή μου κρατούμενη, τιμωρημένη για όσα είχε νοιώσει.
Ξυπνούσα λίγο πριν το μεσημέρι, μαγείρευα, κι έπεφτα ξανά για ύπνο. Δεν με έβλεπε πια κανείς. Ούτε οι δικοί μου που έμεναν απέναντι, ούτε ο άντρας μου μα ούτε και τα παιδιά μου.
Όποιος φίλος κι αν με πλησίασε εκείνο τον καιρό, δεν τον θυμάμαι. Ό,τι κι αν μου είπαν, έμειναν έξω από τα τείχη που είχα φτιάξει. Ήμουν σε λήθαργο.....ακόμα και όταν ήμουν ξύπνια. Θυμάμαι μόνο μαύρο από εκείνο τον καιρό.
Πατζούρια κλειστά, κουρτίνες κλειστές, η πόρτα μου κλειδωμένη. Εγώ απούσα. Η μόνη μου έξοδος όταν αναγκάστηκα να με μεταφέρουν με νεύρωση στομάχου. Σε ένα νοσοκομείο όπου η ζωή και ο θάνατος περπατάνε δίπλα δίπλα το σοκ της πραγματικότητας δεν με συγκίνησε. Έφυγα το ίδιο βράδυ με τις πυτζάμες μου κι ένα ταξί για να κλειστώ στην ασφάλεια του κελιού μου.
Με χώριζε στη μέση η αγάπη μου για εκείνον και η εμπιστοσύνη μου που είχε προδώσει τόσο εύκολα. Δεν είχα καμία απαίτηση από εκείνον ποτέ, μα το να με υποτιμήσει, δεν του το είχα επιτρέψει ποτέ.
Και τότε βρήκε την ευκαιρία ο πατέρας μου να ξεκινήσει τον πόλεμο. Πάντα το θεωρούσα άνανδρο να χτυπάς κάποιον που είναι ήδη γονατισμένος, μα τώρα, μετά από τόσο καιρό, νομίζω πως αν δεν ήταν εκείνος δεν θα είχα σηκωθεί ποτέ.
Δεν φοβόμουν πια για το τι θα έχανα. Δεν είχα τίποτα να χάσω. Ή έτσι νόμιζα.
Νόμιζα πως είχα χάσει εμένα, άρα όλα τα υπόλοιπα ήταν ασήμαντα. Μέχρι που ο πόλεμος ξεκίνησε, κάποιοι του είχαν πει για κάποιον που είχαν δει μαζί μου, μέσες άκρες, και με απείλησε ότι θα του κάνει κακό.
Ή θα συμμορφωνόμουν με ό,τι σχεδίαζε και θα του έλεγα ποιος ήταν αυτός που είχα ατιμάσει το οικογενειακό μας όνομα, ή θα τον έβρισκε μόνος του και θα τον διέλυε. Ήξερα τι ήταν ικανός να κάνει. Το είχα δει πολλές φορές στο παρελθόν με διάφορα άτομα και διαφορετικές καταστάσεις. Υπήρξαν φορές που λυπήθηκα τον ξένο κόσμο και μίσησα τον ίδιο μου τον πατέρα. Ήξερα.... και γιαυτό φοβήθηκα.
Ήξερα τον πατέρα μου μα συνειδητοποιούσα και την αδυναμία του Αναστάσιου. Ο "κόσμος" είχε ήδη φύγει μία φορά από το σπίτι με το παιδί και από τις κουβέντες που μου είχε πει κατάλαβα πως της ήταν πολύ εύκολο να τον τιμωρήσει στερώντας του το παιδί τους.
Ήξερα πως στο ένα μαγαζί, υπήρχε ο πατέρας του. Κακά τα ψέμματα αυτόν ήξεραν οι πιο παλιοί, αυτός είχε συνεχίσει για πολλά χρόνια το όνομα του πατέρα του και ο Αναστάσιος ήταν ακόμα στην αρχή. Μάλλον υπό επιτήρηση από ένα αφεντικό που ήθελε τα πάντα να γίνονται όπως γνώριζε αυτός. Δεν δεχόταν ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και δεν νομίζω πως πίστεψε ποτέ στις ικανότητες του γιού του. Δεν έφυγε από το μαγαζί ούτε κι όταν πήρε τη σύνταξη...
Και τότε ξύπνησα. Όχι απλά ξύπνησα, πήδηξα μέχρι το ταβάνι. Ό,τι κι αν γινόταν ο Αναστάσιος δεν ήθελα να πάθει τίποτα.
Μέρες και νύχτες πέρασαν μέσα σε απειλές, φοβέρες, προειδοποιήσεις. Και μια μέρα που με πήρε ένας οικογενειακός φίλος δικηγόρος τηλέφωνο, χτύπησα τη γροθιά μου στο μαχαίρι.
Σκόπευαν να μου κάνουν ασφαλιστικά μέτρα να μου πάρουν τα παιδιά. Και εκεί σκύλιασα. Τα βρόντηξα όλα στα μούτρα τους κι έφυγα. Φόρτωσα χαρτοκιβώτια νουνού, έδωσα μια κλωτσιά στην πόρτα του πατρικού μου σπιτιού, φώναξα τον πατέρα μου και του είπα πως του τα χαρίζω όλα. Τα γραμμάτια από το πατρικό που είχα πληρώσει, το δικό μου σπίτι που είχα χτίσει με τόσες στερήσεις, την περιουσία στο όνομα και των δύο μας, όλα δικά του. Τα επιδόματα, τις άδειες, το ΙΚΑ, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα για όσα χρόνια δούλευα στο μαγαζί, όλα χάρισμά του.
Αν πείραζε μια τρίχα από τα μαλλιά των παιδιών μου, θα πήγαινα δικαστικώς, θα έπαιρνα ό,τι μου αναλογούσε, και ορκίστηκα πως ό,τι έπαιρνα, θα το μοίραζα σε ιδρύματα που ασχολούνται με παιδιά.Του είπα πως του είχαν πει ψέμματα για την όποια παράνομη σχέση του είχαν πει, πως με συκοφαντούσαν κι άλλα....ψέμματα.
Τα λεφτά όμως πάντα ήταν το ευαίσθητο σημείο του πατέρα μου.... Κι ευτυχώς έπιασε. Έφυγα νύχτα και πήγα στη μεγάλη πόλη. Έψαχνα αρκετό καιρό για σπίτι... Άμα έχεις αφήσει 2 σπίτια που έχεις φτιάξει κάνοντας φοβερές οικονομίες, στερώντας από τον εαυτό σου πολλά σαν παιδί και σαν έφηβη, και παλάτι να μου έβρισκαν, πάλι δεν θα μου άρεσε. Ένα πρωί, ήρθε ο Λευτέρης, με κάτι κλειδιά στο χέρι του και μου είπε για ένα σπίτι όνειρο.
Η συμπεριφορά του ήταν πολύ ευγενική. Τόσο που μου ερχόταν να ουρλιάξω. Προτιμούσα να με βρίσει, να μου φωνάξει, να ξεσπάσει με όποιο τρόπο ήθελε. Δεν άντεχα και τη δική του σιωπή.
"Είμαι ο πατέρας των παιδιών, δεν είμαι;"
μου απάντησε ένα βράδυ που προσπαθούσα να βρω τη δύναμη να του πω.
"Κι αν δεν μου το στερήσεις και αυτό, άσε με να κάνω αυτό που πρέπει."
Ένα χαστούκι ούτε καν θα με ενοχλούσε.... Αυτό με πέθανε.
Η τραγική ειρωνεία ήταν πως το σπίτι αυτό, ήταν σχεδόν δίπλα από εκεί που άραζε το αυτοκίνητό του ο Αναστάσιος. Ένα δρόμο πιο κάτω από το πρώτο μας ραντεβού, από το σημείο που είχαμε συναντηθεί πολλές φορές, εντελώς "συμπτωματικά" για να τον δω λίγο μόνο του.... Η μεριά που πήγαινα να δω όταν έκλεινε το μαγαζί, αν φεύγοντας ήταν καλά, έστω κι αν εκείνος δεν με έβλεπε ποτέ.
Θυμάμαι μπήκα στο σπίτι που ήταν πραγματικά πανέμορφο και δεν ήξερα τι να κάνω....; Να κλάψω ή να γελάσω.....; Βρήκα χίλιες δύο δικαιολογίες. Ήθελα να φύγω από εκεί, αισθανόμουν σαν ποντίκι στη φάκα, μα η αλήθεια ήταν πως τίποτα από όσα έλεγα δεν ευσταθούσε.
"Για φαντάσου να φύγεις από εκεί και να βρεις σπίτι στη μεγάλη πόλη.... Θα μπορώ να περνάω κάθε μέρα να σε βλέπω!!!"
μου είχε πει σε μια κουβέντα που είχαμε κάνει μήνες πριν ο Αναστάσιος, όταν του είχα πει πως θέλω να βγω από το κελί μου....
"Και που ξέρεις ότι όταν γίνει αυτό θα είμαστε μαζί;" τον ρώτησα....
"Θα είμαστε.... Γιατί σ'αγαπάω πάρα πολύ. Είσαι ό,τι πιο όμορφο μου έχει συμβεί. Μαζί σου γνώρισα όμορφες καταστάσεις που είχα ξεχάσει, ένοιωσα τον έρωτα που δεν με άφησαν ποτέ να νοιώσω, μου δίνεις φτερά όταν όλοι γύρω με τσακίζουν. Όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν γίνει, πάντα θα έρχομαι να σε βρω...."
Από τις φορές που η διορατικότητά μου είχε λειτουργήσει, κι από τις σπάνιες που διάβασα όμορφα λόγια του..... Να όμως που είχα βγει αληθινή.
Όταν ρυθμίσετε λοιπόν, τη διαθήκη
Και του μερίδιο δοθεί του καθενός
Εμένα αφήστε μου το δρόμο που μου ανήκει
Αυτόν που διάλεξα να πάρω μοναχός
Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
Εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά
Εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα
Εγώ έχω αδέρφια τα ποτάμια, τα πουλιά.....
Το ξέσπασμα
Κι έτσι άρχισε η κατηφόρα... Και εγώ σε σχήμα μπαλίτσας.... (καλά..βαρελάκι μην τα χαλάσουμε.....) έκανα την αρχή και δεν σταμάταγα με τίποτα....Ο συνέταιρος αγρόν αγόραζε και άνοιγε τρύπες στο καράβι του Αναστάσιου, σε ολοστρόγγυλο σχήμα.
Κάποιες που του ξέφευγαν, φρόντιζε να τις μαρκάρει για το μέλλον ώστε να ξαναπροσπαθήσει να τις μεγαλώσει ανάλογα με τη διάθεση. Κάπου εκεί ήταν που του ξέφυγαν του Αναστάσιου ότι αγόρασε αυτοκίνητο ο συνέταιρος αλλά.....πλήρωνε αυτός τα γραμμάτια, άλλα κουβέντιαζαν στις συναντήσεις κι άλλα γίνονταν στο μαγαζί, έκλειναν ραντεβού να μιλήσουν για το μαγαζί και ο συνέταιρος πήγαινε ρομαντικά διήμερα και εξαφανιζόταν....κι άλλα τέτοια τρελά.
Τρελά δηλαδή για μένα. Ο Αναστάσιος πιεζόταν μεν, φόρτωνε, στενοχωριόταν αλλά......δεν μίλαγε. Κι αυτή ήταν η μεγάλη μας διαφορά. Ή μάλλον μία από τις μεγάλες μας διαφορές. Βλέπαμε το ίδιο πράγμα αλλά με διαφορετική ματιά...
Εγώ ας πούμε δεν θα μπορούσα ποτέ σε ό,τι με αδικεί να κλείσω το στόμα μου. Βέβαια εγώ δεν είχα κάνει συνεταιρισμό με τον ίδιο μου τον πατέρα, όχι με έναν συγγενή που το επαγγελματικό παρελθόν του δεν ήταν και το καλύτερο βιογραφικό για όποια συνεργασία τύχαινε.
Μετά από μια απογραφή στο ένα μαγαζί, γιορτές με συνεχές ωράριο, φοβερή κούραση, κάποιες ζαλάδες και μια λιποθυμία του, αποφάσισε να πάει στο γιατρό να κάνει κάποιες εξετάσεις. Οι λίγες γνώσεις που είχα για την ασθένειά του δεν με βοηθούσαν να ηρεμήσω, ήλπιζα όμως όποια κι αν ήταν τα αποτελέσματα να μου πει την αλήθεια.
Μετά την ανακοίνωση ότι όλα ήταν καλά, η συμπεριφορά που ακολούθησε ήταν ό,τι χειρότερο μπορεί να βιώσει άνθρωπος. Με απέφευγε. Με έναν πολύ δηκτικό τρόπο, τον τρόπο της σιωπής, της απαξίωσης. Άρχισα πάλι να παλεύω να πάρω μια απάντηση, να μάθω τι συμβαίνει, τι είχε, να προσπαθώ μέσα στην απομόνωση που με είχε να δω τι λύσεις υπήρχαν για προβλήματα που...φανταζόμουν ότι είχε.
Περνούσαν οι μέρες να περιμένω ένα μήνυμα στο κινητό, οι νύχτες για ένα εμαιλ, να κουβεντιάσουμε. Εγώ έστελνα δέκα, για να πάρω μια ξερή απάντηση, ότι είναι καλά και τίποτα άλλο. Κάποιες φορές μου έλεγε πως δεν έμπαινε καθόλου και γιαυτό δεν μου έστελνε μηνύματα...μα η αλήθεια ήταν άλλη τελικά.....
Η επικοινωνία του με τη Γεωργία είχε φουντώσει...φρόντισε μάλιστα να την εξυπηρετήσει και σαν φίλη που ήταν, να της κάνει δώρο και μια κάμερα....Κι όταν τελικά μιλήσαμε για λίγο και μου είπε πόσο χάλια ήταν με τα όσα συνέβαιναν και στα δύο μαγαζιά, έκανα ένα βήμα πίσω και άφησα το δίκιο μου στην άκρη.
Θυμάμαι είχα κερδίσει σε ένα αυγουλάκι Κinder ένα χαμστεράκι που σήκωνε βάρη...και το φύλαξα για να του το δώσω μια και τον φώναζα χαιδευτικά χαμστεράκι έτσι που έτρεχε όλη μέρα...... Όταν του ζήτησα πια πιεσμένη εντελώς από την άγνοια και τις θεωρίες του μυαλού μου για το τι μπορεί να συμβαίνει, να συναντηθούμε, ήμουν χαρούμενη που δέχτηκε και που θα τον έκανα να χαμογελάσει με το χαζό δωράκι μου...
Συναντηθήκαμε κι ήταν 7 Μαϊου , ώρα 21:45. Τον ρώταγα τι συμβαίνει, τι πρόβλημα υπήρχε και σιωπούσε. Καθόταν με βλέμμα καρφωμένο στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, με είχε δει ότι καθόμουν δίπλα του; Ρωτούσα κι άκουγα τη σιωπή...
Ξαναρωτούσα...και πάλι σιωπή.
Και τελικά, έκανε το μεγάλο μπαμ!Μου είπε πως κουράστηκε όλοι να τα περιμένουν όλα από αυτόν, ότι δεν ανέχεται άλλο να τον κοροιδεύουν, ότι δεν μπορεί πάντα αυτός να βρίσκει λύσεις για όλα, ότι τον εκμεταλλεύονταν, ότι δεν τον υπολόγιζαν, ότι όλοι είχαν καθίσει πάνω στο κεφάλι του και τέρμα, αυτό ήταν. Μέχρι εκεί και μη παρέκει....
Χείμαρρος......Πρώτη φορά τον είδα έτσι.. Ο πάντα αισιόδοξος άντρας που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε. Στη θέση του έβλεπα έναν πολύ κουρασμένο, προβληματισμένο, σχεδόν άρρωστο άντρα που μου ήταν ξένος.
"Τέρμα! Αρχίζω να διαγράφω όλους και όλα!"
"Κι εμένα; Εγώ τι έκανα; Δεν μ'αγαπάς πια;"
"Κι εσένα! Η αγάπη δεν έχει καμμία σημασία......"
Του ζήτησα να με κοιτάξει στα μάτια μα δεν το έκανε.... Πήρα την παλάμη του, την άνοιξα κι άφησα το χαμστεράκι στα χέρια του...
"Ήθελα μόνο να σου φτιάξω το κέφι.... Πάρτο, είναι για σένα. Θα γίνει όπως θες......"
Άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Κι ήταν η πρώτη φορά που δεν κοίταξα πίσω.
Η ώρα ήταν 22:12.
Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω,
Θα τα βροντήξω σου το λέω αληθινά,
Μου ΄χετε φάει τη ζωή μου λίγο λίγο
Θα τα βροντήξω και θα πάρω τα βουνά..
Όλους και όλα τα σιχάθηκα
Δεν θέλω πια κανέναν
Όλους και όλα τα σιχάθηκα
Και πιο πολύ εσένα......
Κάποιες που του ξέφευγαν, φρόντιζε να τις μαρκάρει για το μέλλον ώστε να ξαναπροσπαθήσει να τις μεγαλώσει ανάλογα με τη διάθεση. Κάπου εκεί ήταν που του ξέφυγαν του Αναστάσιου ότι αγόρασε αυτοκίνητο ο συνέταιρος αλλά.....πλήρωνε αυτός τα γραμμάτια, άλλα κουβέντιαζαν στις συναντήσεις κι άλλα γίνονταν στο μαγαζί, έκλειναν ραντεβού να μιλήσουν για το μαγαζί και ο συνέταιρος πήγαινε ρομαντικά διήμερα και εξαφανιζόταν....κι άλλα τέτοια τρελά.
Τρελά δηλαδή για μένα. Ο Αναστάσιος πιεζόταν μεν, φόρτωνε, στενοχωριόταν αλλά......δεν μίλαγε. Κι αυτή ήταν η μεγάλη μας διαφορά. Ή μάλλον μία από τις μεγάλες μας διαφορές. Βλέπαμε το ίδιο πράγμα αλλά με διαφορετική ματιά...
Εγώ ας πούμε δεν θα μπορούσα ποτέ σε ό,τι με αδικεί να κλείσω το στόμα μου. Βέβαια εγώ δεν είχα κάνει συνεταιρισμό με τον ίδιο μου τον πατέρα, όχι με έναν συγγενή που το επαγγελματικό παρελθόν του δεν ήταν και το καλύτερο βιογραφικό για όποια συνεργασία τύχαινε.
Μετά από μια απογραφή στο ένα μαγαζί, γιορτές με συνεχές ωράριο, φοβερή κούραση, κάποιες ζαλάδες και μια λιποθυμία του, αποφάσισε να πάει στο γιατρό να κάνει κάποιες εξετάσεις. Οι λίγες γνώσεις που είχα για την ασθένειά του δεν με βοηθούσαν να ηρεμήσω, ήλπιζα όμως όποια κι αν ήταν τα αποτελέσματα να μου πει την αλήθεια.
Μετά την ανακοίνωση ότι όλα ήταν καλά, η συμπεριφορά που ακολούθησε ήταν ό,τι χειρότερο μπορεί να βιώσει άνθρωπος. Με απέφευγε. Με έναν πολύ δηκτικό τρόπο, τον τρόπο της σιωπής, της απαξίωσης. Άρχισα πάλι να παλεύω να πάρω μια απάντηση, να μάθω τι συμβαίνει, τι είχε, να προσπαθώ μέσα στην απομόνωση που με είχε να δω τι λύσεις υπήρχαν για προβλήματα που...φανταζόμουν ότι είχε.
Περνούσαν οι μέρες να περιμένω ένα μήνυμα στο κινητό, οι νύχτες για ένα εμαιλ, να κουβεντιάσουμε. Εγώ έστελνα δέκα, για να πάρω μια ξερή απάντηση, ότι είναι καλά και τίποτα άλλο. Κάποιες φορές μου έλεγε πως δεν έμπαινε καθόλου και γιαυτό δεν μου έστελνε μηνύματα...μα η αλήθεια ήταν άλλη τελικά.....
Η επικοινωνία του με τη Γεωργία είχε φουντώσει...φρόντισε μάλιστα να την εξυπηρετήσει και σαν φίλη που ήταν, να της κάνει δώρο και μια κάμερα....Κι όταν τελικά μιλήσαμε για λίγο και μου είπε πόσο χάλια ήταν με τα όσα συνέβαιναν και στα δύο μαγαζιά, έκανα ένα βήμα πίσω και άφησα το δίκιο μου στην άκρη.
Θυμάμαι είχα κερδίσει σε ένα αυγουλάκι Κinder ένα χαμστεράκι που σήκωνε βάρη...και το φύλαξα για να του το δώσω μια και τον φώναζα χαιδευτικά χαμστεράκι έτσι που έτρεχε όλη μέρα...... Όταν του ζήτησα πια πιεσμένη εντελώς από την άγνοια και τις θεωρίες του μυαλού μου για το τι μπορεί να συμβαίνει, να συναντηθούμε, ήμουν χαρούμενη που δέχτηκε και που θα τον έκανα να χαμογελάσει με το χαζό δωράκι μου...
Συναντηθήκαμε κι ήταν 7 Μαϊου , ώρα 21:45. Τον ρώταγα τι συμβαίνει, τι πρόβλημα υπήρχε και σιωπούσε. Καθόταν με βλέμμα καρφωμένο στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, με είχε δει ότι καθόμουν δίπλα του; Ρωτούσα κι άκουγα τη σιωπή...
Ξαναρωτούσα...και πάλι σιωπή.
Και τελικά, έκανε το μεγάλο μπαμ!Μου είπε πως κουράστηκε όλοι να τα περιμένουν όλα από αυτόν, ότι δεν ανέχεται άλλο να τον κοροιδεύουν, ότι δεν μπορεί πάντα αυτός να βρίσκει λύσεις για όλα, ότι τον εκμεταλλεύονταν, ότι δεν τον υπολόγιζαν, ότι όλοι είχαν καθίσει πάνω στο κεφάλι του και τέρμα, αυτό ήταν. Μέχρι εκεί και μη παρέκει....
Χείμαρρος......Πρώτη φορά τον είδα έτσι.. Ο πάντα αισιόδοξος άντρας που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε. Στη θέση του έβλεπα έναν πολύ κουρασμένο, προβληματισμένο, σχεδόν άρρωστο άντρα που μου ήταν ξένος.
"Τέρμα! Αρχίζω να διαγράφω όλους και όλα!"
"Κι εμένα; Εγώ τι έκανα; Δεν μ'αγαπάς πια;"
"Κι εσένα! Η αγάπη δεν έχει καμμία σημασία......"
Του ζήτησα να με κοιτάξει στα μάτια μα δεν το έκανε.... Πήρα την παλάμη του, την άνοιξα κι άφησα το χαμστεράκι στα χέρια του...
"Ήθελα μόνο να σου φτιάξω το κέφι.... Πάρτο, είναι για σένα. Θα γίνει όπως θες......"
Άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Κι ήταν η πρώτη φορά που δεν κοίταξα πίσω.
Η ώρα ήταν 22:12.
Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω,
Θα τα βροντήξω σου το λέω αληθινά,
Μου ΄χετε φάει τη ζωή μου λίγο λίγο
Θα τα βροντήξω και θα πάρω τα βουνά..
Όλους και όλα τα σιχάθηκα
Δεν θέλω πια κανέναν
Όλους και όλα τα σιχάθηκα
Και πιο πολύ εσένα......
Χωρίς λόγια
-Χριστός Ανέστη...και χρόνια σου πολλά. Εύχομαι πάντα δυνατός, γερός και ευτυχισμένος. Να σε χαίρονται όσοι σε αγαπούν και να μπορείς να νοιώθεις ελεύθερος να δημιουργείς... Τι δώρο να σου κάνω;
-Ευχαριστώ. Δεν θέλω τίποτα. Τα δώρα δημιουργούν υποχρεώσεις.
-Αυτό βρήκες να πεις σε μένα;
Σιωπή....
Sms πριν κάποιο καιρό..... Αυτός στο δρόμο για την Αθήνα, κι εγώ στο κελί μου....
Όσο πιο δυνατά αγαπάς, με τόση δύναμη οπλίζεις το χέρι με το στιλέτο....
Μα τι όνειρα θάκανες
αν δεν ήμουν στο πλάι σου
κι αν δεν άπλωνα τη καρδιά μου για μαξιλάρι
Αν σκιά σου δεν ήμουνα
καρδιά που δεν φοβάται
Μα τι όνειρα θάκανες
σε έναν κόσμο που δεν σε λυπάται....
Εξαρτάται μου λες....
-Ευχαριστώ. Δεν θέλω τίποτα. Τα δώρα δημιουργούν υποχρεώσεις.
-Αυτό βρήκες να πεις σε μένα;
Σιωπή....
Sms πριν κάποιο καιρό..... Αυτός στο δρόμο για την Αθήνα, κι εγώ στο κελί μου....
Όσο πιο δυνατά αγαπάς, με τόση δύναμη οπλίζεις το χέρι με το στιλέτο....
Μα τι όνειρα θάκανες
αν δεν ήμουν στο πλάι σου
κι αν δεν άπλωνα τη καρδιά μου για μαξιλάρι
Αν σκιά σου δεν ήμουνα
καρδιά που δεν φοβάται
Μα τι όνειρα θάκανες
σε έναν κόσμο που δεν σε λυπάται....
Εξαρτάται μου λες....
Ηλίθια
Θα συνέχιζε το ταξίδι του για άλλες δύο μέρες. Ήδη από το ξενοδοχείο είχε μιλήσει με τον κόσμο του και δήλωνε πως ήταν σε άλλη πόλη από εκείνη που ήταν. Δεν μου ζήτησε να πάω μαζί.... Το πρωί αγχώθηκε τόσο πολύ γιατί είχε ήδη αργήσει και δεν θα προλάβαινε να κάνει όσα είχε σχεδιάσει κάνοντάς με να νοιώθω πολύ άσχημα.
Να θέλω να το βάλω στα πόδια. Και το έκανα. Ντύθηκα, κατέβηκα, τον χαιρέτησα τυπικά μπροστά στη ρεσεψιόν, εκείνος θα έπινε καφέ κι εγώ.... προσπαθούσα να καταλάβω τι λάθος έκανα.
Γυρίζοντας στη μικρή μας πόλη και οι δύο, είχα έναν λογαριασμό απλήρωτο στο όνομά μου.
Εκείνος είχε ξεχάσει τα εισιτήρια από τα διόδια στο αυτοκίνητο και ο "κόσμος" του βγήκε να ελέγξει.
Κι έγινε ο χαμός. Φωνές, τσακωμοί και φυσικά...δεν ήμουν απλά το τρίτο πρόσωπο πια..... Με έμαθε κι εκείνη.
Στο μαγαζί, η δουλειά είχε μείνει πίσω. Ούτε η αδελφή του, ούτε ο πατέρας του ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν. Πήγε και πνίγηκε στη δουλειά. Δεν πήγαινε σπίτι το μεσημέρι, ούτε για να φάει. Προσπαθούσε να προλάβει τα ασυμάζευτα, ξενυχτούσε, δεν είχαμε μιλήσει παρά μονάχα μερικά λεπτά στο τηλέφωνο.
Κι αυτός που άκουγα, δεν ήταν καλά. Στο σπίτι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και οι συνομιλίες το βράδυ διακόπηκαν.
Τα πρωινά του μηνύματα μου ανέφεραν πως είτε δεν είχε μπει, είτε είχε μπει για λίγο για να απαντήσει σε επαγγελματικά εμαιλς και να κλείσει γιατί ο έλεγχος ήταν από πάνω του. Κάποια στιγμή, συναντηθήκαμε στο δρόμο εντελώς ξαφνικά, κι αυτός που είδα ήταν σε μαύρα χάλια. Πανικοβλήθηκα. Δεν ξέρω γιατί μα, φοβόμουν συνεχώς για εκείνον.
Και φοβόμουν πως αν ποτέ πάθει τίποτα, εγώ δεν θα το μάθαινα. Και αυτό μου δημιουργούσε περισσότερο πανικό. Εκείνος ήταν πάντα αυτός που όριζε πότε θα μιλήσουμε, εκείνος έπαιρνε τηλέφωνο, εκείνος είχε την τελευταία λέξη για το αν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε.
Εγώ απλά έβρισκα τρόπους να μπορώ.
Δεν με πείραζε όμως αυτό. Με έκανε πιο δυστυχισμένη να ξέρω πως εκείνος δεν ήταν καλά παρά ό,τι άλλο περνούσε από το χέρι μου. Όλα τα άλλα τα πάλευα..... όταν όμως εκείνος είχε προβλήματα, εγώ δεν μπορούσα να βοηθήσω. Και η ανάγκη μου να του δηλώνω παρούσα για να δείχνω πως δεν θα άφηνα τίποτα να το περάσει μόνος του μάλλον περισσότερο πρόβλημα του δημιουργούσε.
Εκείνος είχε μάθει μόνος.....
Η κατάσταση αυτή τράβηξε καιρό. Ο συνεταιρισμός στο νέο μαγαζί με ένα συγγενικό πρόσωπο είχε εμφανίσει τα πρώτα προβλήματα και εκείνος ήταν που προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να βρει μια λύση. Σκόνταφτε όμως στην αδιαφορία των υπολοίπων που θεωρητικά είχαν την ευθύνη του μαγαζιού, και δεν έκαναν τίποτα. Μα....αν το καράβι δεν είναι δικό σου, τι σε μέλλει κι αν βυθίζεται; Ήταν από τις ελάχιστες φορές που τον άκουγα να λέει πόσο είχε μετανοιώσει...
Και λυπόμουν γιατί το νέο μαγαζί ήταν ένα όνειρό του που το σχεδίαζε μήνες.... Τότε μου ήρθε μια σημαντική πρόταση για δουλειά αλλά στο εξωτερικό. Οι προοπτικές πολύ καλές, τα οικονομικά άριστα, το μέλλον εξασφαλισμένο. Υπήρχαν πιθανότητες ανοίγματος, και συνεργασίας με Ελλάδα και η αλήθεια ήταν ότι με έβαλε σε δίλημμα αυτή η πρόταση.
Η κατάσταση με τους δικούς μου είχε αρχίσει να παίρνει εκνευριστικές διαστάσεις, τόσο ώστε να αποφεύγω να βγαίνω από το σπίτι μη τυχόν και συναντηθούμε και αρχίσει η γκρίνια. Γκρίνια για το μαγαζί που δόθηκε, για τα έπιπλα που δεν πουλήθηκαν, γκρίνια για εκείνο, γκρίνια για το άλλο.... Ουσιαστικά, γκρίνια γιατί για πρώτη φορά δεν έκανα το δικό τους, δεν έβαλα κανενός το συμφέρον πάνω από τη δική μου ηρεμία. Σύντομα θα ξεκινούσε και ο πόλεμος μεταξύ μας..... Ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να φύγω...
Μα η καρδιά μου είχε ρίξει άγκυρα...... πως να να φύγω όταν όλα με κρατούσαν εδώ;
Περίμενα βράδυα να εμφανιστεί με ένα του μήνυμα να μιλήσουμε λίγο.... Ήθελα να μου πει τη γνώμη του, ήθελα να μάθω τι κάνει, ήθελα να είμαι κοντά του όσο περνούσε δύσκολα...Μα μετά σκέφτηκα πως εγώ ήμουν η αιτία που υπήρχαν προβλήματα στο σπίτι του.
Και θυμήθηκα μία από τις αρχικές μας υποσχέσεις, πως η οικογενειακή κατάσταση δεν θα ενοχληθεί ποτέ και από κανέναν. Σκεφτόμουν πως έπρεπε να του πω να χωρίσουμε. Μα δεν μου ήταν εύκολο. Όχι το να το πω. Αλλά να το τηρήσω. Όχι τόσο από τη δική μου αδυναμία. Η ξεροκεφαλιά μου ήταν πάντα ατού σε τέτοιες περιπτώσεις, μα αν εκείνος εμφανιζόταν ξανά.... με λύγιζε όποια κουβέντα κι αν μου έλεγε.....
Κι όταν κάποιο βράδυ μπήκε ξαφνικά και μιλήσαμε.... μου ζήτησε να μη φύγω. Ήξερε πως ήταν ευκαιρία η πρόταση αυτή. Και ήξερα πως θα δεχόταν την όποια απόφασή μου. Μα εγώ είχα αποφασίσει εδώ και μήνες τι ήθελα. Εκείνος έμοιαζε μόνο να μην το θυμάται.
Ανάμεσα στα νάζια του έρωτα ήταν και οι κωδικοί από τα εμαιλς. Ως ένδειξη εμπιστοσύνης ανταλλάξαμε τους κωδικούς μας ώστε να αποδείξουμε την αλήθεια των όσων λέγαμε μέχρι τότε. Είχα μπει στο δικό του λίγο πριν πάμε στην Αθήνα. Κι είχα βρει μια συνομιλία του με μία Γεωργία και μια δήλωσή του:
"Θα σου έλεγα να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα αλλά θα το καταλάβαιναν πολλοί οπότε δεν λέει....."
Η δικαιολογία του ήταν πως η Γεωργία ήταν παιδική φίλη. Μεγάλωσαν μαζί, πήγαν μαζί σχολείο, είχαν κρατήσει επαφές και πως ακόμα και εποχές που είχαν και οι δύο και την ελευθερία και το χρόνο δεν έγινε τίποτα μεταξύ τους γιατί δεν το ήθελαν.
Τον πίστεψα.
Και μετά από καιρό, το μεσαίο μου όνομα έγινε Ηλίθια.
Κι αν δεν αντέχεις τη θέα του αίματος, μην χτυπάς ποτέ τη γροθιά σου στο μαχαίρι......
Να θέλω να το βάλω στα πόδια. Και το έκανα. Ντύθηκα, κατέβηκα, τον χαιρέτησα τυπικά μπροστά στη ρεσεψιόν, εκείνος θα έπινε καφέ κι εγώ.... προσπαθούσα να καταλάβω τι λάθος έκανα.
Γυρίζοντας στη μικρή μας πόλη και οι δύο, είχα έναν λογαριασμό απλήρωτο στο όνομά μου.
Εκείνος είχε ξεχάσει τα εισιτήρια από τα διόδια στο αυτοκίνητο και ο "κόσμος" του βγήκε να ελέγξει.
Κι έγινε ο χαμός. Φωνές, τσακωμοί και φυσικά...δεν ήμουν απλά το τρίτο πρόσωπο πια..... Με έμαθε κι εκείνη.
Στο μαγαζί, η δουλειά είχε μείνει πίσω. Ούτε η αδελφή του, ούτε ο πατέρας του ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν. Πήγε και πνίγηκε στη δουλειά. Δεν πήγαινε σπίτι το μεσημέρι, ούτε για να φάει. Προσπαθούσε να προλάβει τα ασυμάζευτα, ξενυχτούσε, δεν είχαμε μιλήσει παρά μονάχα μερικά λεπτά στο τηλέφωνο.
Κι αυτός που άκουγα, δεν ήταν καλά. Στο σπίτι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και οι συνομιλίες το βράδυ διακόπηκαν.
Τα πρωινά του μηνύματα μου ανέφεραν πως είτε δεν είχε μπει, είτε είχε μπει για λίγο για να απαντήσει σε επαγγελματικά εμαιλς και να κλείσει γιατί ο έλεγχος ήταν από πάνω του. Κάποια στιγμή, συναντηθήκαμε στο δρόμο εντελώς ξαφνικά, κι αυτός που είδα ήταν σε μαύρα χάλια. Πανικοβλήθηκα. Δεν ξέρω γιατί μα, φοβόμουν συνεχώς για εκείνον.
Και φοβόμουν πως αν ποτέ πάθει τίποτα, εγώ δεν θα το μάθαινα. Και αυτό μου δημιουργούσε περισσότερο πανικό. Εκείνος ήταν πάντα αυτός που όριζε πότε θα μιλήσουμε, εκείνος έπαιρνε τηλέφωνο, εκείνος είχε την τελευταία λέξη για το αν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε.
Εγώ απλά έβρισκα τρόπους να μπορώ.
Δεν με πείραζε όμως αυτό. Με έκανε πιο δυστυχισμένη να ξέρω πως εκείνος δεν ήταν καλά παρά ό,τι άλλο περνούσε από το χέρι μου. Όλα τα άλλα τα πάλευα..... όταν όμως εκείνος είχε προβλήματα, εγώ δεν μπορούσα να βοηθήσω. Και η ανάγκη μου να του δηλώνω παρούσα για να δείχνω πως δεν θα άφηνα τίποτα να το περάσει μόνος του μάλλον περισσότερο πρόβλημα του δημιουργούσε.
Εκείνος είχε μάθει μόνος.....
Η κατάσταση αυτή τράβηξε καιρό. Ο συνεταιρισμός στο νέο μαγαζί με ένα συγγενικό πρόσωπο είχε εμφανίσει τα πρώτα προβλήματα και εκείνος ήταν που προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να βρει μια λύση. Σκόνταφτε όμως στην αδιαφορία των υπολοίπων που θεωρητικά είχαν την ευθύνη του μαγαζιού, και δεν έκαναν τίποτα. Μα....αν το καράβι δεν είναι δικό σου, τι σε μέλλει κι αν βυθίζεται; Ήταν από τις ελάχιστες φορές που τον άκουγα να λέει πόσο είχε μετανοιώσει...
Και λυπόμουν γιατί το νέο μαγαζί ήταν ένα όνειρό του που το σχεδίαζε μήνες.... Τότε μου ήρθε μια σημαντική πρόταση για δουλειά αλλά στο εξωτερικό. Οι προοπτικές πολύ καλές, τα οικονομικά άριστα, το μέλλον εξασφαλισμένο. Υπήρχαν πιθανότητες ανοίγματος, και συνεργασίας με Ελλάδα και η αλήθεια ήταν ότι με έβαλε σε δίλημμα αυτή η πρόταση.
Η κατάσταση με τους δικούς μου είχε αρχίσει να παίρνει εκνευριστικές διαστάσεις, τόσο ώστε να αποφεύγω να βγαίνω από το σπίτι μη τυχόν και συναντηθούμε και αρχίσει η γκρίνια. Γκρίνια για το μαγαζί που δόθηκε, για τα έπιπλα που δεν πουλήθηκαν, γκρίνια για εκείνο, γκρίνια για το άλλο.... Ουσιαστικά, γκρίνια γιατί για πρώτη φορά δεν έκανα το δικό τους, δεν έβαλα κανενός το συμφέρον πάνω από τη δική μου ηρεμία. Σύντομα θα ξεκινούσε και ο πόλεμος μεταξύ μας..... Ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να φύγω...
Μα η καρδιά μου είχε ρίξει άγκυρα...... πως να να φύγω όταν όλα με κρατούσαν εδώ;
Περίμενα βράδυα να εμφανιστεί με ένα του μήνυμα να μιλήσουμε λίγο.... Ήθελα να μου πει τη γνώμη του, ήθελα να μάθω τι κάνει, ήθελα να είμαι κοντά του όσο περνούσε δύσκολα...Μα μετά σκέφτηκα πως εγώ ήμουν η αιτία που υπήρχαν προβλήματα στο σπίτι του.
Και θυμήθηκα μία από τις αρχικές μας υποσχέσεις, πως η οικογενειακή κατάσταση δεν θα ενοχληθεί ποτέ και από κανέναν. Σκεφτόμουν πως έπρεπε να του πω να χωρίσουμε. Μα δεν μου ήταν εύκολο. Όχι το να το πω. Αλλά να το τηρήσω. Όχι τόσο από τη δική μου αδυναμία. Η ξεροκεφαλιά μου ήταν πάντα ατού σε τέτοιες περιπτώσεις, μα αν εκείνος εμφανιζόταν ξανά.... με λύγιζε όποια κουβέντα κι αν μου έλεγε.....
Κι όταν κάποιο βράδυ μπήκε ξαφνικά και μιλήσαμε.... μου ζήτησε να μη φύγω. Ήξερε πως ήταν ευκαιρία η πρόταση αυτή. Και ήξερα πως θα δεχόταν την όποια απόφασή μου. Μα εγώ είχα αποφασίσει εδώ και μήνες τι ήθελα. Εκείνος έμοιαζε μόνο να μην το θυμάται.
Ανάμεσα στα νάζια του έρωτα ήταν και οι κωδικοί από τα εμαιλς. Ως ένδειξη εμπιστοσύνης ανταλλάξαμε τους κωδικούς μας ώστε να αποδείξουμε την αλήθεια των όσων λέγαμε μέχρι τότε. Είχα μπει στο δικό του λίγο πριν πάμε στην Αθήνα. Κι είχα βρει μια συνομιλία του με μία Γεωργία και μια δήλωσή του:
"Θα σου έλεγα να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα αλλά θα το καταλάβαιναν πολλοί οπότε δεν λέει....."
Η δικαιολογία του ήταν πως η Γεωργία ήταν παιδική φίλη. Μεγάλωσαν μαζί, πήγαν μαζί σχολείο, είχαν κρατήσει επαφές και πως ακόμα και εποχές που είχαν και οι δύο και την ελευθερία και το χρόνο δεν έγινε τίποτα μεταξύ τους γιατί δεν το ήθελαν.
Τον πίστεψα.
Και μετά από καιρό, το μεσαίο μου όνομα έγινε Ηλίθια.
Κι αν δεν αντέχεις τη θέα του αίματος, μην χτυπάς ποτέ τη γροθιά σου στο μαχαίρι......
Μια νύχτα
Εκείνο το βράδυ έμαθα πολλά... Για το πως είχε περάσει σαν φοιτητής στο εξωτερικό, για τις σχέσεις του με τις γυναίκες, για την οικογένειά του. Ακόμα κι όταν τα πράγματα ήταν σκούρα, γιατί ποτέ του δεν του άρεσε να μειώνει κανέναν, δεν απαντούσε κι άλλαζε θέμα ευγενικά αλλά σταθερά.
Και στο θέμα οικογένεια άλλαξε πολλές φορές θέμα.
Ό,τι είχα μάθει τότε ήταν σκόρπιες πληροφορίες κάποιες χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ τους μα η καρδιά μου πολλές φορές σφίχτηκε σε κάποιες δηλώσεις του. Έμαθα τι έκανε να τρώει και τι όχι εξαιτίας της ασθένειάς του, μα ντράπηκα να ρωτήσω κάτι παραπάνω φοβούμενη πως θα του θυμίσω άσχημες αναμνήσεις.
Θυμάμαι έντονα το φόβο μου να κοιτάξω το σημάδι των εγχειρήσεων. Η αλήθεια είναι πως μέχρι τότε δεν το είχα δει καθαρά μα παρόλα αυτά το μισούσα. Το μισούσα γιατί τον είχε βάλει ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Θυμάμαι πως μέχρι να ξημερώσει το είχα αγαπήσει τούτο το σημάδι πια... Γιατί ήταν ο λόγος που είχα το σώμα του στην αγκαλιά μου, που άκουγα την καρδιά του να χτυπά δίπλα στη δική μου, που ήταν ζωντανός και αυτό με είχε κάνει εμένα τυχερή να τον γνωρίσω...
Ήταν το μοναδικό βράδυ που δεν μου έγραψε τίποτα από όσα ένοιωσε. Μου τα είπαν όλα τα φιλιά του, η αγκαλιά του, η φωνή του...
Δεν χόρταινα να τον ακούω. Ακόμα κι όταν ένοιωθα πως τον πίεζα να βάλει τα συναισθήματά του σε λέξεις εγώ συνέχιζα. Έτσι όπως ήμασταν, δεν θα μπορούσε να με αποφύγει. Δεν θα μπορούσε να σιωπήσει. Δεν θα μπορούσε να βρει καμμία δικαιολογία αν εγώ είχα βάλει πείσμα να μάθω μια απάντηση.
Κι είδα έναν άντρα να αγωνίζεται να κρατήσει σε ισορροπία τον εαυτό του, να μη μου ομολογήσει πολλά και εκτεθεί, να μην ομολογήσει κάτι περισσότερο και βρεθώ στη θέση εκείνη όπου θα μπορούσα να κριτικάρω άτομα που ο ίδιος δεν είχε δύναμη να κρίνει τι του είχαν κάνει στη ζωή του....
Θεωρούσα τη νύχτα μας τόσο σημαντική, κι εγώ ένοιωθα πολύ δυνατή. Ήταν δίπλα μου εκείνος.
Περπατήσαμε χέρι χέρι πηγαίνοντας για φαγητό...γυρίσαμε ξανά χέρι χέρι. Άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους...Το αίσθημα της ελευθερίας μας είχε μεθύσει και τους δύο. Κι όταν γυρίσαμε συνεχίσαμε να συζητάμε ατελείωτα, λες και φοβόμασταν πως το επόμενο λεπτό θα τελείωνε αυτή η ελευθερία και θα κατέβαιναν οι μπάρες του κελιού μας.
Εκείνο το βράδυ όταν αποκοιμήθηκε, εγώ έπρεπε να φτιάξω το άλλοθί μου...
Σαν κυνηγημένη διέσχισα σχεδόν τη μισή Αθήνα για να πάω στο σπίτι που θα με φιλοξενούσε, να ανακατέψω το κρεβάτι, να αποφύγω το σκυλί του 2ου ορόφου να μη με πάρει χαμπάρι και ξεσηκώσει τον κόσμο γιατί δεν θα μπορούσα να ξαναφύγω, και να φύγω κρυφά πάλι μέσα στη νύχτα, να περπατήσω 40 λεπτά ως τον κεντρικό δρόμο και να βρω ταξί, να πάω σε φίλους που περίμεναν να με δουν, να προφασιστώ αδιαθεσία, να ταξίδέψω μέχρι την άλλη άκρη της Αθήνας ξανά για να είμαι κοντά του.
Την ώρα που πλησίαζα στο ξενοδοχείο κόντευε να ξημερώσει και οι πόρτες ήταν κλειστές.
Μου ήρθε να βάλω τα κλάμματα... Δεν ήξερα πως δεν κλείνουν ποτέ....Μέχρι να το διαπιστώσω, ένοιωθα την καρδιά μου να βουλιάζει σε μαύρο χρώμα.
Δεν κράτησε όμως πολύ αυτό το συναίσθημα...κι έτσι ανέβηκα τρέχοντας από τις σκάλες, δεν άντεχα καν να περιμένω να έρθει το ασανσέρ, για να βρεθώ ξανά κοντά του.
Αναγκάστηκα να χτυπήσω την πόρτα αφού στον πανικό μου δεν είχα πάρει το κλειδί. Μόλις άνοιξε τον είδα που ανάσανε με ανακούφιση και με πήρε στην αγκαλιά του. Αγουροξυπνημένος, με ανακατεμένα μαλλιά, μάτια κουρασμένα.....Ξαφνιάστηκα....Μου είπε πως είχε ξυπνήσει πέντε λεπτά πριν χτυπήσω και με έψαχνε σαν τρελλός. Δεν ήξερε ότι έφυγα δεν ήξερε γιατί θα έφευγα χωρίς να του πω τίποτα....
Θυμάμαι πως τον είχε πιάσει το κεφάλι του.... και μετά από φοβερή προσπάθεια κατάφερε να αποκοιμηθεί. Τρελλή από ανησυχία, βλαστημώντας τον εαυτό μου που τον ανησύχησα τόσο πολύ, έμεινα ξάγρυπνη να τον
χαζεύω όπως κοιμάται....
Λίγο πριν το ξημέρωμα με νίκησε η κούραση... και η τελευταία μου σκέψη ήταν πως είμαι στον Παράδεισο.
Και πως ήμουν τόσο δυνατή να αντιμετωπίσω τα πάντα.
Και στο θέμα οικογένεια άλλαξε πολλές φορές θέμα.
Ό,τι είχα μάθει τότε ήταν σκόρπιες πληροφορίες κάποιες χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ τους μα η καρδιά μου πολλές φορές σφίχτηκε σε κάποιες δηλώσεις του. Έμαθα τι έκανε να τρώει και τι όχι εξαιτίας της ασθένειάς του, μα ντράπηκα να ρωτήσω κάτι παραπάνω φοβούμενη πως θα του θυμίσω άσχημες αναμνήσεις.
Θυμάμαι έντονα το φόβο μου να κοιτάξω το σημάδι των εγχειρήσεων. Η αλήθεια είναι πως μέχρι τότε δεν το είχα δει καθαρά μα παρόλα αυτά το μισούσα. Το μισούσα γιατί τον είχε βάλει ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Θυμάμαι πως μέχρι να ξημερώσει το είχα αγαπήσει τούτο το σημάδι πια... Γιατί ήταν ο λόγος που είχα το σώμα του στην αγκαλιά μου, που άκουγα την καρδιά του να χτυπά δίπλα στη δική μου, που ήταν ζωντανός και αυτό με είχε κάνει εμένα τυχερή να τον γνωρίσω...
Ήταν το μοναδικό βράδυ που δεν μου έγραψε τίποτα από όσα ένοιωσε. Μου τα είπαν όλα τα φιλιά του, η αγκαλιά του, η φωνή του...
Δεν χόρταινα να τον ακούω. Ακόμα κι όταν ένοιωθα πως τον πίεζα να βάλει τα συναισθήματά του σε λέξεις εγώ συνέχιζα. Έτσι όπως ήμασταν, δεν θα μπορούσε να με αποφύγει. Δεν θα μπορούσε να σιωπήσει. Δεν θα μπορούσε να βρει καμμία δικαιολογία αν εγώ είχα βάλει πείσμα να μάθω μια απάντηση.
Κι είδα έναν άντρα να αγωνίζεται να κρατήσει σε ισορροπία τον εαυτό του, να μη μου ομολογήσει πολλά και εκτεθεί, να μην ομολογήσει κάτι περισσότερο και βρεθώ στη θέση εκείνη όπου θα μπορούσα να κριτικάρω άτομα που ο ίδιος δεν είχε δύναμη να κρίνει τι του είχαν κάνει στη ζωή του....
Θεωρούσα τη νύχτα μας τόσο σημαντική, κι εγώ ένοιωθα πολύ δυνατή. Ήταν δίπλα μου εκείνος.
Περπατήσαμε χέρι χέρι πηγαίνοντας για φαγητό...γυρίσαμε ξανά χέρι χέρι. Άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους...Το αίσθημα της ελευθερίας μας είχε μεθύσει και τους δύο. Κι όταν γυρίσαμε συνεχίσαμε να συζητάμε ατελείωτα, λες και φοβόμασταν πως το επόμενο λεπτό θα τελείωνε αυτή η ελευθερία και θα κατέβαιναν οι μπάρες του κελιού μας.
Εκείνο το βράδυ όταν αποκοιμήθηκε, εγώ έπρεπε να φτιάξω το άλλοθί μου...
Σαν κυνηγημένη διέσχισα σχεδόν τη μισή Αθήνα για να πάω στο σπίτι που θα με φιλοξενούσε, να ανακατέψω το κρεβάτι, να αποφύγω το σκυλί του 2ου ορόφου να μη με πάρει χαμπάρι και ξεσηκώσει τον κόσμο γιατί δεν θα μπορούσα να ξαναφύγω, και να φύγω κρυφά πάλι μέσα στη νύχτα, να περπατήσω 40 λεπτά ως τον κεντρικό δρόμο και να βρω ταξί, να πάω σε φίλους που περίμεναν να με δουν, να προφασιστώ αδιαθεσία, να ταξίδέψω μέχρι την άλλη άκρη της Αθήνας ξανά για να είμαι κοντά του.
Την ώρα που πλησίαζα στο ξενοδοχείο κόντευε να ξημερώσει και οι πόρτες ήταν κλειστές.
Μου ήρθε να βάλω τα κλάμματα... Δεν ήξερα πως δεν κλείνουν ποτέ....Μέχρι να το διαπιστώσω, ένοιωθα την καρδιά μου να βουλιάζει σε μαύρο χρώμα.
Δεν κράτησε όμως πολύ αυτό το συναίσθημα...κι έτσι ανέβηκα τρέχοντας από τις σκάλες, δεν άντεχα καν να περιμένω να έρθει το ασανσέρ, για να βρεθώ ξανά κοντά του.
Αναγκάστηκα να χτυπήσω την πόρτα αφού στον πανικό μου δεν είχα πάρει το κλειδί. Μόλις άνοιξε τον είδα που ανάσανε με ανακούφιση και με πήρε στην αγκαλιά του. Αγουροξυπνημένος, με ανακατεμένα μαλλιά, μάτια κουρασμένα.....Ξαφνιάστηκα....Μου είπε πως είχε ξυπνήσει πέντε λεπτά πριν χτυπήσω και με έψαχνε σαν τρελλός. Δεν ήξερε ότι έφυγα δεν ήξερε γιατί θα έφευγα χωρίς να του πω τίποτα....
Θυμάμαι πως τον είχε πιάσει το κεφάλι του.... και μετά από φοβερή προσπάθεια κατάφερε να αποκοιμηθεί. Τρελλή από ανησυχία, βλαστημώντας τον εαυτό μου που τον ανησύχησα τόσο πολύ, έμεινα ξάγρυπνη να τον
χαζεύω όπως κοιμάται....
Λίγο πριν το ξημέρωμα με νίκησε η κούραση... και η τελευταία μου σκέψη ήταν πως είμαι στον Παράδεισο.
Και πως ήμουν τόσο δυνατή να αντιμετωπίσω τα πάντα.
I could stay awake just to hear you breathing
Watch you smile while you are sleeping
While you're far away and dreaming
I could spend my life in this sweet surrender
I could stay lost in this moment forever
Every moment spent with you is a moment I treasure
I don't wanna close my eyes
I don't wanna fall asleep
Cause I'd miss you, baby
And I don't wanna miss a thing
Cause even when I dream of you
The sweetest dream will never do
I'd still miss you, baby
And I don't wanna miss a thing
Lying close to you feeling your heart beating
Lying close to you feeling your heart beating
And I'm wondering what you're dreaming
Wondering if it's me you're seeing
Then I kiss your eyes and thank God we're together
And I just wanna stay with you
In this moment forever, forever and ever
I don't wanna close my eyes
I don't wanna close my eyes
I don't wanna fall asleep
Cause I'd miss you, baby
And I don't wanna miss a thing
"Έλα...."
Εκείνες τις μέρες ήταν ευδιάθετος. Και μου το μετέδιδε. Έτσι ένοιωθα μια κάποια ασφάλεια πως δεν ήταν κάτι παροδικό, και πως για λίγο καιρό δεν είχα να φοβηθώ, ούτε σιωπές, ούτε τις κρίσεις πανικού όπως τις ονόμαζε, ούτε αποφάσεις για διακοπή.
Έτσι έφτασε η πολυπόθητη μέρα.... Το ταξίδι στην Αθήνα άρχιζε...
Δεν ήταν όλα όμως αγγελικά πλασμένα. Έμαθα ξαφνικά να λέω τα καλύτερα ψέμματα. Έπαψα να κοιτάω το Λευτέρη στα μάτια. Δεν άντεχα να περιμένω την επόμενη ερώτηση για να κατασκευάσω ένα ακόμη μεγαλύτερο ψέμμα. Φοβόμουν φριχτά μήπως πιαστώ. Όχι όμως γιατί θα έλεγα ψέμματα αλλά γιατί ίσως δεν θα με άφηνε να φύγω για την Αθήνα. Πόσο άδικος μπορείς να γίνεις... !
Ανέβηκα στο λεωφορείο εκείνη την ημέρα περιμένοντας ένα μήνυμα του Αναστάσιου για να με ενημερώσει το πότε θα ξεκινούσε κι αυτός. Η ώρα περνούσε κι εκείνος άφαντος. Όταν τελικά του έστειλα μήνυμα εκείνος δεν απάντησε. Ο φόβος ότι τα χιλιόμετρα θα μου φαίνονταν ατελείωτα δεν υπήρχε πια. Δεν είχαν νόημα τα χιλιόμετρα αν εκείνος αποφάσιζε να σιωπήσει ξανά.
Ήταν και η πρώτη φορά που του θύμωσα απίστευτα. Μα ήμουν κλεισμένη σε ένα λεωφορείο και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Το μήνυμά του ήρθε αργά το μεσημέρι σχεδόν μόλις έφτανα και μου έλεγε πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γιατί είχε δημιουργηθεί ένα πρόβλημα με την τράπεζα κι έτρεχε να μαζέψει λεφτά. Δεν θα ήταν εύκολο να έρθει. Όλο το απόγευμα έβραζα.... Τα έβαλα με μένα. Κάπου έπρεπε να ξεσπάσω την απογοήτευσή μου. Και παρά το γεγονός ότι εκείνο το απόγευμα ήταν κλειστά τα μαγαζιά, άρα θα ήταν σπίτι και δεν θα μπορούσε να μου στείλει μήνυμα, με το κινητό, εγώ έλαβα ένα... πολύ περίεργο από εκείνον μήνυμα....:
"Πως τα περνάς;"
Ήθελα να τον πνίξω... Με κορόιδευε κι από πάνω! Σκέφτηκα να μην απαντήσω αλλά σεβάστηκα ότι διακινδύνευε να μου στείλει μήνυμα από το σπίτι και δεν ήθελα να φανώ αγενής.
"Είμαι τόσο θυμωμένη που θέλω να σε πνίξω....." έγραψα... και το πίστευα.
Είχαν πάει όλα ανάποδα. Ήξερα ότι δεν έφταιγε απόλυτα αυτός. Μα δεν είχα κανέναν να τον μοιραστώ κι αν υπήρχε ένας άνθρωπος να καταλάβει την απογοήτευσή μου ήταν εκείνος.
"Τότε έλα στο ξενοδοχείο που διάλεξες μωρό μου κι αν αντέξεις....να το κάνεις. Σε περιμένω."
Τρελλάθηκα... Από τις σπάνιες φορές που σήκωσα τηλέφωνο και τον πήρα. Αν ήταν εκεί που έλεγε θα μπορούσε να μου μιλήσει. Αν ήταν σπίτι του και με δούλευε.....τότε μάλλον θα είχε πρόβλημα!!!!Το σήκωσε...κι εκεί που ξαφνικά είχε κολλήσει ο χρόνος, που η μέρα ήταν μουντή και το πήγαινε για βροχή, εκεί που η φάτσα μου είχε κολλήσει στο πάτωμα, η φωνή του με απογείωσε.
Αχ αυτή η φωνή.... Που δεν χόρτασα ποτέ να την ακούω... Που θα την ξεχωρίζω ανάμεσα σε χιλιάδες... Μια φωνή ενός άντρα που αγάπησα πάρα πολύ....
Ξεχνώντας όλα τα σχέδια, την προετοιμασία, το δώρο του για τα γενέθλιά του που είχαν περάσει εδώ και καιρό αλλά δεν είχαμε καταφέρει να βρεθούμε για να του το δώσω, τα κεράκια που είχα πάρει στην τσάντα για να κάνουμε την ατμόσφαιρα πιο ρομαντική, τα cds που του έγραψα για να με θυμάται.....
.......βούτηξα ένα ταξί, έγινα μούσκεμα στη βροχή, και ο δρόμος για το Φάληρο έμοιαζε ατελείωτος....
"Τα χιλιόμετρα που έκανα αγάπη μου για σένα....
τα χιλιόμετρα, μέτρα τα απόψε ένα-ένα.,
τα χιλιόμετρα που έτρεξα ναρθώ κοντά σε σένα,
μέτρα και τα σ'αγαπώ που πήγανε χαμένα....."
Έτσι έφτασε η πολυπόθητη μέρα.... Το ταξίδι στην Αθήνα άρχιζε...
Δεν ήταν όλα όμως αγγελικά πλασμένα. Έμαθα ξαφνικά να λέω τα καλύτερα ψέμματα. Έπαψα να κοιτάω το Λευτέρη στα μάτια. Δεν άντεχα να περιμένω την επόμενη ερώτηση για να κατασκευάσω ένα ακόμη μεγαλύτερο ψέμμα. Φοβόμουν φριχτά μήπως πιαστώ. Όχι όμως γιατί θα έλεγα ψέμματα αλλά γιατί ίσως δεν θα με άφηνε να φύγω για την Αθήνα. Πόσο άδικος μπορείς να γίνεις... !
Ανέβηκα στο λεωφορείο εκείνη την ημέρα περιμένοντας ένα μήνυμα του Αναστάσιου για να με ενημερώσει το πότε θα ξεκινούσε κι αυτός. Η ώρα περνούσε κι εκείνος άφαντος. Όταν τελικά του έστειλα μήνυμα εκείνος δεν απάντησε. Ο φόβος ότι τα χιλιόμετρα θα μου φαίνονταν ατελείωτα δεν υπήρχε πια. Δεν είχαν νόημα τα χιλιόμετρα αν εκείνος αποφάσιζε να σιωπήσει ξανά.
Ήταν και η πρώτη φορά που του θύμωσα απίστευτα. Μα ήμουν κλεισμένη σε ένα λεωφορείο και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Το μήνυμά του ήρθε αργά το μεσημέρι σχεδόν μόλις έφτανα και μου έλεγε πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γιατί είχε δημιουργηθεί ένα πρόβλημα με την τράπεζα κι έτρεχε να μαζέψει λεφτά. Δεν θα ήταν εύκολο να έρθει. Όλο το απόγευμα έβραζα.... Τα έβαλα με μένα. Κάπου έπρεπε να ξεσπάσω την απογοήτευσή μου. Και παρά το γεγονός ότι εκείνο το απόγευμα ήταν κλειστά τα μαγαζιά, άρα θα ήταν σπίτι και δεν θα μπορούσε να μου στείλει μήνυμα, με το κινητό, εγώ έλαβα ένα... πολύ περίεργο από εκείνον μήνυμα....:
"Πως τα περνάς;"
Ήθελα να τον πνίξω... Με κορόιδευε κι από πάνω! Σκέφτηκα να μην απαντήσω αλλά σεβάστηκα ότι διακινδύνευε να μου στείλει μήνυμα από το σπίτι και δεν ήθελα να φανώ αγενής.
"Είμαι τόσο θυμωμένη που θέλω να σε πνίξω....." έγραψα... και το πίστευα.
Είχαν πάει όλα ανάποδα. Ήξερα ότι δεν έφταιγε απόλυτα αυτός. Μα δεν είχα κανέναν να τον μοιραστώ κι αν υπήρχε ένας άνθρωπος να καταλάβει την απογοήτευσή μου ήταν εκείνος.
"Τότε έλα στο ξενοδοχείο που διάλεξες μωρό μου κι αν αντέξεις....να το κάνεις. Σε περιμένω."
Τρελλάθηκα... Από τις σπάνιες φορές που σήκωσα τηλέφωνο και τον πήρα. Αν ήταν εκεί που έλεγε θα μπορούσε να μου μιλήσει. Αν ήταν σπίτι του και με δούλευε.....τότε μάλλον θα είχε πρόβλημα!!!!Το σήκωσε...κι εκεί που ξαφνικά είχε κολλήσει ο χρόνος, που η μέρα ήταν μουντή και το πήγαινε για βροχή, εκεί που η φάτσα μου είχε κολλήσει στο πάτωμα, η φωνή του με απογείωσε.
Αχ αυτή η φωνή.... Που δεν χόρτασα ποτέ να την ακούω... Που θα την ξεχωρίζω ανάμεσα σε χιλιάδες... Μια φωνή ενός άντρα που αγάπησα πάρα πολύ....
Ξεχνώντας όλα τα σχέδια, την προετοιμασία, το δώρο του για τα γενέθλιά του που είχαν περάσει εδώ και καιρό αλλά δεν είχαμε καταφέρει να βρεθούμε για να του το δώσω, τα κεράκια που είχα πάρει στην τσάντα για να κάνουμε την ατμόσφαιρα πιο ρομαντική, τα cds που του έγραψα για να με θυμάται.....
.......βούτηξα ένα ταξί, έγινα μούσκεμα στη βροχή, και ο δρόμος για το Φάληρο έμοιαζε ατελείωτος....
"Τα χιλιόμετρα που έκανα αγάπη μου για σένα....
τα χιλιόμετρα, μέτρα τα απόψε ένα-ένα.,
τα χιλιόμετρα που έτρεξα ναρθώ κοντά σε σένα,
μέτρα και τα σ'αγαπώ που πήγανε χαμένα....."
Η έκπληξη
Και μετά ήρθε η νηνεμία. Απλά σε αυτό το ταξίδι κουβαλούσα κι άλλη μία αποσκευή. Το συναίσθημα της ζήλειας. Και δεν ήταν όμορφο. Λόγω του νέου μαγαζιού, άρχιζε τα ταξίδια. Στις βραδυνές μας συνομιλίες δεν είχε αλλάξει τίποτα, άντεχε το ξενύχτι και το πρωί ήταν ο πρώτος στο μαγαζί.
Χαιρόμουν από τη μια που ένοιωθε καλά, κι από την άλλη λυπόμουν γιατί η προσωπική επαφή ήταν σπάνια και δύσκολη. Τα τηλεφωνήματα ήταν δύσκολα, πολύ αραιά, μα γεμάτα ένταση και πάθος. Παρότι μιλούσαμε για ασήμαντα θέματα στα ελάχιστα λεπτά που είχαμε στη διάθεσή μας, αρκούσε μια λέξη ή μια δήλωση για να αρχίσει ο χείμαρρος των συναισθημάτων. Ακόμα και από εκείνον. Τον άκουγα ότι του ήταν δύσκολο να ομολογεί ό,τι αφορούσε συναίσθημα. Μα το έκανε όμως κι αυτό τον ανέβαζε στα μάτια μου.
Μέχρι τότε δεν καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο δύσκολο για εκείνον, και το είχα αφήσει στην άκρη. Μετά την αποβολή μου ήταν πιο τρυφερός και πιο γλυκός. Ενοχές; Ίσως... Μα μου έδειχνε όλα όσα μου είχε στερήσει από φόβο και ντροπή. Κάποιο βράδυ πρότεινε να συναντηθούμε μέσα στην πόλη. Στο κλείσιμο. Οι αρχικές αντιδράσεις και των δύο μας ήταν πολλές. Αρχικά η ιδέα χαρακτηρίσθηκε τρελλή, επικίνδυνη, εντελώς αψυχολόγητη, μετά ο πανικός αν μας δουν, αν το πουν, αν...αν...και μετά η συμφωνία. Που....και πότε. Όλες τις νέες ιδέες έτσι τις αντιμετωπίζαμε. Έτσι βρέθηκε η μεριά μας. Οδός Αναγεννήσεως την έλεγαν. Σύμπτωση; Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε εκεί ήταν μετά από μια σιωπή του ξανά... Εγώ ήθελα να μάθω τι του σ υμβαίνει κι αυτός απλά ήθελε να εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε τίποτα στις ζωές μας.
Μα παραήμουν ηλίθια για να μην επιμείνω.
Εκεί λύνονταν οι διαφορές μας. Μέσα σε λίγα λεπτά, εκεί λέγονταν οι εξηγήσεις, οι δικαιολογίες, εκεί τελείωνε η όποια σιωπή του είχε ξεκινήσει. Εκεί είδαμε για πρώτη φορά μαζί μία πανσέληνο..Εκεί μου υποσχέθηκε πως κάθε πανσέληνο θα κοιτά το φεγγάρι με την ελπίδα πως θα κοιτάμε για λίγο στον ίδιο σκοπό. Ήταν κι αυτό ένας μικρός λόγος ευτυχίας για μένα. Ο πρώτος λόγος ήταν πως ανέπνεα τον ίδιο αέρα της ίδιας πόλης με εκείνον.
Μου ετοίμαζε και μια έκπληξη. Ένα βράδυ οι δυο μας. Σε ένα ταξίδι που ετοίμαζα για την Αθήνα, θα ερχόταν κι αυτός με πρόσχημα τη δουλειά. Μου πρότεινε λοιπόν να διαλέξω ξενοδοχείο, να σχεδιάσω τι θα κάνουμε, να διαλέξω που θα πάμε. Να του κάνω κι εγώ την έκπληξη. Μέρες, βδομάδες, μήνες πριν καταφέρουμε να βρούμε μια ημερομηνία κανονίζαμε αυτό το βράδυ. Τι σχέδια, τι όνειρα.....!
Ήταν το πρώτο πράγμα που είχε σημάδι στο μέλλον. Ένα μέλλον τόσο κοντινό μα δεν αφορούσε πια μόνο το παρόν. Απίστευτη αίσθηση. Μοναδικό συναίσθημα. Εγώ κι αυτός μετά από τόσο καιρό μαζί μια ολόκληρη νύχτα;
Ήταν ένα πολύ μεγάλο δώρο για μένα.
Και πέρασα άγρυπνες νύχτες να σχεδιάζω, να καταστρώνω, να εφευρίσκω.... Μετά από κάθε βράδυ που συνομιλούσαμε ακόμα κι αν κατάφερνα να το βγάλω από το μυαλό μου, μου μετέδιδε τον ενθουσιασμό του και την αγωνία του. Το ήθελε κι εκείνος όσο κι εγώ, και μέσα στην απειρία μας από τέτοια εμπειρία, θέλαμε και οι δύο να είναι κάτι που να μείνει για πάντα στο μυαλό μας.
Κι έμεινε. Όχι όμως για τους λόγους που φανταστήκαμε......
Then you suddenly smiled
You took me by surprise
You suddenly smiled
You took me by again
Well I remember the time
Wrapped up nice and cosy
She was washing my hair
Well I was thinking of midnight, falling in love
Watching the rain fall
When we relax I’m going to sleep on your chest
And listen to your beats
And let’s go to norway, live in rain and snow
And get totally depressed about nothing
At all really hello
Then you suddenly smiled
You took me by surprise
Χαιρόμουν από τη μια που ένοιωθε καλά, κι από την άλλη λυπόμουν γιατί η προσωπική επαφή ήταν σπάνια και δύσκολη. Τα τηλεφωνήματα ήταν δύσκολα, πολύ αραιά, μα γεμάτα ένταση και πάθος. Παρότι μιλούσαμε για ασήμαντα θέματα στα ελάχιστα λεπτά που είχαμε στη διάθεσή μας, αρκούσε μια λέξη ή μια δήλωση για να αρχίσει ο χείμαρρος των συναισθημάτων. Ακόμα και από εκείνον. Τον άκουγα ότι του ήταν δύσκολο να ομολογεί ό,τι αφορούσε συναίσθημα. Μα το έκανε όμως κι αυτό τον ανέβαζε στα μάτια μου.
Μέχρι τότε δεν καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο δύσκολο για εκείνον, και το είχα αφήσει στην άκρη. Μετά την αποβολή μου ήταν πιο τρυφερός και πιο γλυκός. Ενοχές; Ίσως... Μα μου έδειχνε όλα όσα μου είχε στερήσει από φόβο και ντροπή. Κάποιο βράδυ πρότεινε να συναντηθούμε μέσα στην πόλη. Στο κλείσιμο. Οι αρχικές αντιδράσεις και των δύο μας ήταν πολλές. Αρχικά η ιδέα χαρακτηρίσθηκε τρελλή, επικίνδυνη, εντελώς αψυχολόγητη, μετά ο πανικός αν μας δουν, αν το πουν, αν...αν...και μετά η συμφωνία. Που....και πότε. Όλες τις νέες ιδέες έτσι τις αντιμετωπίζαμε. Έτσι βρέθηκε η μεριά μας. Οδός Αναγεννήσεως την έλεγαν. Σύμπτωση; Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε εκεί ήταν μετά από μια σιωπή του ξανά... Εγώ ήθελα να μάθω τι του σ υμβαίνει κι αυτός απλά ήθελε να εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε τίποτα στις ζωές μας.
Μα παραήμουν ηλίθια για να μην επιμείνω.
Εκεί λύνονταν οι διαφορές μας. Μέσα σε λίγα λεπτά, εκεί λέγονταν οι εξηγήσεις, οι δικαιολογίες, εκεί τελείωνε η όποια σιωπή του είχε ξεκινήσει. Εκεί είδαμε για πρώτη φορά μαζί μία πανσέληνο..Εκεί μου υποσχέθηκε πως κάθε πανσέληνο θα κοιτά το φεγγάρι με την ελπίδα πως θα κοιτάμε για λίγο στον ίδιο σκοπό. Ήταν κι αυτό ένας μικρός λόγος ευτυχίας για μένα. Ο πρώτος λόγος ήταν πως ανέπνεα τον ίδιο αέρα της ίδιας πόλης με εκείνον.
Μου ετοίμαζε και μια έκπληξη. Ένα βράδυ οι δυο μας. Σε ένα ταξίδι που ετοίμαζα για την Αθήνα, θα ερχόταν κι αυτός με πρόσχημα τη δουλειά. Μου πρότεινε λοιπόν να διαλέξω ξενοδοχείο, να σχεδιάσω τι θα κάνουμε, να διαλέξω που θα πάμε. Να του κάνω κι εγώ την έκπληξη. Μέρες, βδομάδες, μήνες πριν καταφέρουμε να βρούμε μια ημερομηνία κανονίζαμε αυτό το βράδυ. Τι σχέδια, τι όνειρα.....!
Ήταν το πρώτο πράγμα που είχε σημάδι στο μέλλον. Ένα μέλλον τόσο κοντινό μα δεν αφορούσε πια μόνο το παρόν. Απίστευτη αίσθηση. Μοναδικό συναίσθημα. Εγώ κι αυτός μετά από τόσο καιρό μαζί μια ολόκληρη νύχτα;
Ήταν ένα πολύ μεγάλο δώρο για μένα.
Και πέρασα άγρυπνες νύχτες να σχεδιάζω, να καταστρώνω, να εφευρίσκω.... Μετά από κάθε βράδυ που συνομιλούσαμε ακόμα κι αν κατάφερνα να το βγάλω από το μυαλό μου, μου μετέδιδε τον ενθουσιασμό του και την αγωνία του. Το ήθελε κι εκείνος όσο κι εγώ, και μέσα στην απειρία μας από τέτοια εμπειρία, θέλαμε και οι δύο να είναι κάτι που να μείνει για πάντα στο μυαλό μας.
Κι έμεινε. Όχι όμως για τους λόγους που φανταστήκαμε......
Then you suddenly smiled
You took me by surprise
You suddenly smiled
You took me by again
Well I remember the time
Wrapped up nice and cosy
She was washing my hair
Well I was thinking of midnight, falling in love
Watching the rain fall
When we relax I’m going to sleep on your chest
And listen to your beats
And let’s go to norway, live in rain and snow
And get totally depressed about nothing
At all really hello
Then you suddenly smiled
You took me by surprise
Σάββατο, Μαΐου 13, 2006
Κρυμμένο μυστικό
Έπρεπε να πάω από το μαγαζί να παραλάβω κάτι. Είχαμε βρεθεί μπροστά σε κόσμο μόνο 2 φορές, και μου ήταν πολύ δύσκολο να κρύψω αυτό που ένοιωθα. Φοβόμουν πως όλος ο κόσμος γνώριζε τι μου συμβαίνει την ώρα που τον κοίταζα. Γιαυτό και διάλεξα μια μέρα που ήξερα πως έλειπε στην Αθήνα με την οικογένεια.
Εκείνες τις ημέρες είχαν συμβεί πλημμύρες και την ημέρα που έφυγε έβρεχε πάρα πολύ. Δεν είχε καταφέρει να μου στέιλει έστω ένα μήνυμα και ανησυχούσα πάρα πολύ. Πήγα στο μαγαζί να παραλάβω αυτά που χρειαζόμουν, όταν ο πατέρας του, παλιός γνωστός, μου άνοιξε την κουβέντα και μιλήσαμε λίγο.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο μαγαζί. Είναι από εκείνες τις συμπτώσεις που δεν άντεχα....Και συνέβει μια σκηνή μπροστά στα μάτια μου που μου έμοιαζε σαν σκηνή από ταινία θρίλλερ.
Η υπάλληλος του μαγαζιού, παράτησε πελάτες, ξεπέρασε σε ταχύτητα και τον ίδιο τον πατέρα που στεκόταν δίπλα στο τηλέφωνο και απάντησε με την ίδια αγωνία που θα απαντούσα κι εγώ αν ήξερα πως ήταν εκείνος στο τηλέφωνο. Κι όντως ήταν εκείνος. Τον μάλωσε γιατί άργησε να πάρει τηλέφωνο, τον ρώτησε αν είχε φτάσει καλά (ψιτ, κυρία; δεν πήγε μόνος του.....πληθυντικό χρησιμοποιούν αφού λες πως ο "κόσμος" είναι φιλενάδα σου......) κι αυτό που αντίκρυζα μπροστά μου μου άνοιξε τα μάτια διάπλατα. Αυτό που έβλεπα το είχα δει χιλιαδες φορές που περίμενα ένα του σημάδι να μάθω που ήταν και τι έκανε.....: Μια γυναίκα ερωτευμένη.
Μου ήταν επώδυνο ακόμα και να αναπνεύσω...
Γιατί μου το είχε κρύψει;
Γιατί δεν μου είχε μιλήσει ποτέ γιαυτό; Είχα μείνει κολλημένη κοιτώντας το τηλέφωνο, και κάνοντας φοβερό αγώνα να γυρίσω στη γη και να υποκριθώ ότι όλα ήταν εντάξει. Εκείνο το πρωί, έμαθα τι είναι η ζήλεια.
Ποτέ δεν το παραδέχτηκε. Ποτέ δεν το ομολόγησε. Το ίδιο βράδυ απλά ανέφερα ένα σχετικό συμβάν ρωτώντας τον αν του είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο μα δεν ξέρω αν γέλασε γιατί πίστεψε πως με κορόιδεψε αρκετά καλά ή αν πανικοβλήθηκε με τη διαίσθησή μου. Αρκετές φορές πίστευα πως γελούσε όταν ανεξήγητα του έλεγα τι θα γινόταν, τι προαίσθημα είχα, τι πίστευα ότι μου έκρυβε.
Μόνο μια φορά, σε μια κρίση ειλικρίνειας, μου είπε πως ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η υπάλληλος να ήταν ερωτευμένη μαζί του, εκείνος δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα ούτε υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι μεταξύ τους. Δεν κατάλαβε ποτέ, ότι δεν χρειαζόταν να κρύψει κάτι από μένα.
Δεν ήμουν η γυναίκα του να απαιτώ αποκλειστικότητα, μα κι αν ήμουν δεν θα το ζητούσα.
Θέλω αυτοί που με αγαπούν να εμπνέονται από μένα κι όχι να φυλακίζονται εξαιτίας των συναισθημάτων τους. Πίστευα πως όσα μου είχε με δυσκολία ομολογήσει για τη ζωή του, το γάμο του ήταν πολύ πιο σοβαρά από μια σχέση, και θεωρούσα τον εαυτό μου πάνω από όλα φίλη του. Μια φίλη που θα μπορούσε να πει την πιο κρυφή του σκέψη χωρίς να τον κρίνω ή να τον αποπάρω , αφού αυτά, τα πιο κρυφά ήταν ο δρόμος που γνωριστήκαμε οι δυό μας.
Δεν κατάλαβε ίσως ποτέ πως ήμουν ένας άνθρωπος που γνώρισε πρώτα την ψυχή μου, τις σκέψεις μου και μετά το σώμα μου. Ό,τι αγάπησε από μένα ήταν πριν κάν με δει με τα μάτια του. Ό,τι μου ομολόγησε πριν καν κοιταχτούμε στα μάτια, και το θεωρούσε πολύ κρυφές του σκέψεις, κάποιες από αυτές τις είχε ο ίδιος χαρακτηρίσει πολύ σοκαριστικές, εγώ απλά τις δεχόμουν ως κομμάτι μιας ψυχής που αποζητούσε να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της και να καλοσωρίσει όποιον θα είχε τη δύναμη να τις αφουγκραστείς χωρίς να τις πατήσει.
Κι ό,τι κι αν άκουσα, ό,τι και αν γνώρισα, το σεβάστηκα απόλυτα. Το φύλαξα ακόμα και τις φορές που εκείνος το έστηνε στο τοίχο για να το ξορκίσει, προσπαθώντας ώρες ατελείωτες να τον κάνω να αγαπήσει όσο φοβόταν πως θα τον κακοχαρακτηρίσουν.
Δεν ήθελα να αλλάξει, να αφαιρέσει ή να προσθέσει κάτι από αυτό που ήδη ήταν. Δεν έβλεπα τραγικό ότι φοβόταν, αντιπαθούσε, στενοχωριόταν με πράγματα μικρά και αυθόρμητα, ούτε ότι τον εξίταραν καταστάσεις που θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιονδήποτε. Το ότι εμείς περπατούσαμε σε μονοπάτια πρωτόγνωρα δεν σήμαινε πως δεν υπήρχαν ήδη καρδιές που έχουν αφήσει τα αποτυπώματά τους στον ίδιο δρόμο. Κι αυτό προσπαθούσα να του δείξω όλο τον καιρό που ήμασταν μαζί.
Δεν είχα κάτι να κερδίσω.
Δεν ήμασταν οι εραστές μιας βραδιάς. Προσπαθήσαμε να αυτοχαρακτηριστούμε έτσι αλλά δεν μας βγήκε.
Δεν σχεδιάζαμε ποτέ το μέλλον. Δεν είχαμε μέλλον. Είχαμε ο καθένας την οικογένειά του, και το ότι επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να ζήσουμε τον Έρωτα ήταν το πιο πολύ που θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε.
Δεν υποσχεθήκαμε ποτέ ο ένας στον άλλον ότι κάποτε θα είμαστε μαζί. Η μυστική συμφωνία μας ήταν πως θα ήμουν ο άνθρωπος που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ακουμπήσει επάνω μου και θα ήταν εκείνος που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα είναι ο κρυφός αγαπημένος μου, εκείνος που θα μονοπωλούσε τη σκέψη μου.
Δεν υπήρχε χρονικό όριο. Δεν είχε ειπωθεί ποτέ ότι αυτό θα γινόταν μέχρι τότε, για τόσο. Εξάλλου ήμασταν αρκετά προσγειωμένοι για να καταλάβουμε πως ακριβώς επειδή ήταν κρυφό και μη αποδεκτό από τους γύρω μας, είχε την ένταση και το πάθος που είχε.
Μονάχα μερικές φορές αστειευόμενος, μου έλεγε πως όταν πια θα έχει γεράσει και δεν θα χρειαζόταν να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, θα με προσλάμβανε ως νοσοκόμα του, και θα μου ζητούσε να γράψω σε ένα βιβλίο τα όσα ζήσαμε. Γιατί το δικό μας παραμύθι ήταν ένα από τα ωραιότερα..... Κι εκεί μετά από χρόνια, θα έβρισκα τη μεγαλύτερη αλήθεια σε όλα μου τα Γιατί...
Κι όταν μετά από τις κρίσεις πανικού έγραφε.......:
"Μωρό μου συγνώμη.... ξέρω ότι είμαι απαράδεκτος...Σε παρακαλώ, αγάπα με.... μη με αφήσεις..... Άντεξέ με......"
........ εγώ δεν είχα καμία πιθανότητα διαφυγής.....
Για μένα το να ανέχεσαι, δεν σημαίνει αρνητικότητα. Σημαίνει να ανοίγομαι, να κάνω χώρο να μπορέσεις να χωρέσεις....Να μπορώ να μεγαλώνω ώστε να βρίσκεις τόπο να εκφράζεσαι, να μη φυλακίζεσαι....
Έτσι έμαθα σιγά σιγά εμένα.... Το τι ήμουν, το πως ήμουν και το τι γινόμουν σιγά σιγά δίπλα του....
"It still feels like our first night together
Feels like the first kiss and
It's gettin' better baby
No one can better this
I'm still hold on and you're still the one
The first time our eyes met it's the same feelin' I get
Only feels much stronger and I wanna love ya longer
You still turn the fire on
So If you're feelin' lonely.. don't
You're the only one I'd ever want
I only wanna make it good
So if I love ya a little more than I should
Please forgive me I know not what I do
Please forgive me I can't stop lovin' you
Don't deny me "
Εκείνες τις ημέρες είχαν συμβεί πλημμύρες και την ημέρα που έφυγε έβρεχε πάρα πολύ. Δεν είχε καταφέρει να μου στέιλει έστω ένα μήνυμα και ανησυχούσα πάρα πολύ. Πήγα στο μαγαζί να παραλάβω αυτά που χρειαζόμουν, όταν ο πατέρας του, παλιός γνωστός, μου άνοιξε την κουβέντα και μιλήσαμε λίγο.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο μαγαζί. Είναι από εκείνες τις συμπτώσεις που δεν άντεχα....Και συνέβει μια σκηνή μπροστά στα μάτια μου που μου έμοιαζε σαν σκηνή από ταινία θρίλλερ.
Η υπάλληλος του μαγαζιού, παράτησε πελάτες, ξεπέρασε σε ταχύτητα και τον ίδιο τον πατέρα που στεκόταν δίπλα στο τηλέφωνο και απάντησε με την ίδια αγωνία που θα απαντούσα κι εγώ αν ήξερα πως ήταν εκείνος στο τηλέφωνο. Κι όντως ήταν εκείνος. Τον μάλωσε γιατί άργησε να πάρει τηλέφωνο, τον ρώτησε αν είχε φτάσει καλά (ψιτ, κυρία; δεν πήγε μόνος του.....πληθυντικό χρησιμοποιούν αφού λες πως ο "κόσμος" είναι φιλενάδα σου......) κι αυτό που αντίκρυζα μπροστά μου μου άνοιξε τα μάτια διάπλατα. Αυτό που έβλεπα το είχα δει χιλιαδες φορές που περίμενα ένα του σημάδι να μάθω που ήταν και τι έκανε.....: Μια γυναίκα ερωτευμένη.
Μου ήταν επώδυνο ακόμα και να αναπνεύσω...
Γιατί μου το είχε κρύψει;
Γιατί δεν μου είχε μιλήσει ποτέ γιαυτό; Είχα μείνει κολλημένη κοιτώντας το τηλέφωνο, και κάνοντας φοβερό αγώνα να γυρίσω στη γη και να υποκριθώ ότι όλα ήταν εντάξει. Εκείνο το πρωί, έμαθα τι είναι η ζήλεια.
Ποτέ δεν το παραδέχτηκε. Ποτέ δεν το ομολόγησε. Το ίδιο βράδυ απλά ανέφερα ένα σχετικό συμβάν ρωτώντας τον αν του είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο μα δεν ξέρω αν γέλασε γιατί πίστεψε πως με κορόιδεψε αρκετά καλά ή αν πανικοβλήθηκε με τη διαίσθησή μου. Αρκετές φορές πίστευα πως γελούσε όταν ανεξήγητα του έλεγα τι θα γινόταν, τι προαίσθημα είχα, τι πίστευα ότι μου έκρυβε.
Μόνο μια φορά, σε μια κρίση ειλικρίνειας, μου είπε πως ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η υπάλληλος να ήταν ερωτευμένη μαζί του, εκείνος δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα ούτε υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι μεταξύ τους. Δεν κατάλαβε ποτέ, ότι δεν χρειαζόταν να κρύψει κάτι από μένα.
Δεν ήμουν η γυναίκα του να απαιτώ αποκλειστικότητα, μα κι αν ήμουν δεν θα το ζητούσα.
Θέλω αυτοί που με αγαπούν να εμπνέονται από μένα κι όχι να φυλακίζονται εξαιτίας των συναισθημάτων τους. Πίστευα πως όσα μου είχε με δυσκολία ομολογήσει για τη ζωή του, το γάμο του ήταν πολύ πιο σοβαρά από μια σχέση, και θεωρούσα τον εαυτό μου πάνω από όλα φίλη του. Μια φίλη που θα μπορούσε να πει την πιο κρυφή του σκέψη χωρίς να τον κρίνω ή να τον αποπάρω , αφού αυτά, τα πιο κρυφά ήταν ο δρόμος που γνωριστήκαμε οι δυό μας.
Δεν κατάλαβε ίσως ποτέ πως ήμουν ένας άνθρωπος που γνώρισε πρώτα την ψυχή μου, τις σκέψεις μου και μετά το σώμα μου. Ό,τι αγάπησε από μένα ήταν πριν κάν με δει με τα μάτια του. Ό,τι μου ομολόγησε πριν καν κοιταχτούμε στα μάτια, και το θεωρούσε πολύ κρυφές του σκέψεις, κάποιες από αυτές τις είχε ο ίδιος χαρακτηρίσει πολύ σοκαριστικές, εγώ απλά τις δεχόμουν ως κομμάτι μιας ψυχής που αποζητούσε να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της και να καλοσωρίσει όποιον θα είχε τη δύναμη να τις αφουγκραστείς χωρίς να τις πατήσει.
Κι ό,τι κι αν άκουσα, ό,τι και αν γνώρισα, το σεβάστηκα απόλυτα. Το φύλαξα ακόμα και τις φορές που εκείνος το έστηνε στο τοίχο για να το ξορκίσει, προσπαθώντας ώρες ατελείωτες να τον κάνω να αγαπήσει όσο φοβόταν πως θα τον κακοχαρακτηρίσουν.
Δεν ήθελα να αλλάξει, να αφαιρέσει ή να προσθέσει κάτι από αυτό που ήδη ήταν. Δεν έβλεπα τραγικό ότι φοβόταν, αντιπαθούσε, στενοχωριόταν με πράγματα μικρά και αυθόρμητα, ούτε ότι τον εξίταραν καταστάσεις που θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιονδήποτε. Το ότι εμείς περπατούσαμε σε μονοπάτια πρωτόγνωρα δεν σήμαινε πως δεν υπήρχαν ήδη καρδιές που έχουν αφήσει τα αποτυπώματά τους στον ίδιο δρόμο. Κι αυτό προσπαθούσα να του δείξω όλο τον καιρό που ήμασταν μαζί.
Δεν είχα κάτι να κερδίσω.
Δεν ήμασταν οι εραστές μιας βραδιάς. Προσπαθήσαμε να αυτοχαρακτηριστούμε έτσι αλλά δεν μας βγήκε.
Δεν σχεδιάζαμε ποτέ το μέλλον. Δεν είχαμε μέλλον. Είχαμε ο καθένας την οικογένειά του, και το ότι επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να ζήσουμε τον Έρωτα ήταν το πιο πολύ που θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε.
Δεν υποσχεθήκαμε ποτέ ο ένας στον άλλον ότι κάποτε θα είμαστε μαζί. Η μυστική συμφωνία μας ήταν πως θα ήμουν ο άνθρωπος που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ακουμπήσει επάνω μου και θα ήταν εκείνος που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα είναι ο κρυφός αγαπημένος μου, εκείνος που θα μονοπωλούσε τη σκέψη μου.
Δεν υπήρχε χρονικό όριο. Δεν είχε ειπωθεί ποτέ ότι αυτό θα γινόταν μέχρι τότε, για τόσο. Εξάλλου ήμασταν αρκετά προσγειωμένοι για να καταλάβουμε πως ακριβώς επειδή ήταν κρυφό και μη αποδεκτό από τους γύρω μας, είχε την ένταση και το πάθος που είχε.
Μονάχα μερικές φορές αστειευόμενος, μου έλεγε πως όταν πια θα έχει γεράσει και δεν θα χρειαζόταν να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, θα με προσλάμβανε ως νοσοκόμα του, και θα μου ζητούσε να γράψω σε ένα βιβλίο τα όσα ζήσαμε. Γιατί το δικό μας παραμύθι ήταν ένα από τα ωραιότερα..... Κι εκεί μετά από χρόνια, θα έβρισκα τη μεγαλύτερη αλήθεια σε όλα μου τα Γιατί...
Κι όταν μετά από τις κρίσεις πανικού έγραφε.......:
"Μωρό μου συγνώμη.... ξέρω ότι είμαι απαράδεκτος...Σε παρακαλώ, αγάπα με.... μη με αφήσεις..... Άντεξέ με......"
........ εγώ δεν είχα καμία πιθανότητα διαφυγής.....
Για μένα το να ανέχεσαι, δεν σημαίνει αρνητικότητα. Σημαίνει να ανοίγομαι, να κάνω χώρο να μπορέσεις να χωρέσεις....Να μπορώ να μεγαλώνω ώστε να βρίσκεις τόπο να εκφράζεσαι, να μη φυλακίζεσαι....
Έτσι έμαθα σιγά σιγά εμένα.... Το τι ήμουν, το πως ήμουν και το τι γινόμουν σιγά σιγά δίπλα του....
"It still feels like our first night together
Feels like the first kiss and
It's gettin' better baby
No one can better this
I'm still hold on and you're still the one
The first time our eyes met it's the same feelin' I get
Only feels much stronger and I wanna love ya longer
You still turn the fire on
So If you're feelin' lonely.. don't
You're the only one I'd ever want
I only wanna make it good
So if I love ya a little more than I should
Please forgive me I know not what I do
Please forgive me I can't stop lovin' you
Don't deny me "
Συναγερμός
Μετά από αυτό τα γεγονότα με πλάκωσαν. Η οριστική ρήξη ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα μου, ήρθε όταν εκείνος παρά τις συζητήσεις μας και τη συμφωνία μας, παρέδωσε το μαγαζί, το κλείδωσε και σε μένα απλά δήλωσε την ημερομηνία που έπρεπε να μαζέψουμε τα πράγματα. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου στοίχισε. Θύμωσα απίστευτα μαζί του και θεώρησα το γεγονός ως ύπουλο χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Βρέθηκε και από την άλλη η μητέρα μου να τραβάει το σκοινί υποννοώντας πως ό,τι κι αν έκανε ο πατέρας μου εγώ όφειλα να τον στηρίξω.
Το τι επένδυσα σε εκείνο το μαγαζί και το τι πήρα στο τέλος, δεν το μέτρησε κανείς. Τη συμφωνία που δεν τήρησε ο πατέρας μου κανείς δεν την ανέφερε, εξαιτίας της οποίας είχα αφήσει την προσωπική μου αγωνία για το τι θα κάνω επαγγελματικά στο μέλλον, στην εμπιστοσύνη που έτρεφα στο πρόσωπο του πατέρα μου. Όταν τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο της συμφωνίας έγινε αποδεκτό, το να φύγει δηλαδή εντελώς εκείνος από το μαγαζί για να μην έχουμε διαφωνίες τραγικές πίστευα πως ήταν ώρα να πανηγυρίσω. Αν και δεν το έκανα με ελαφριά καρδιά ήξερα τι θα γινόταν αν έμενε ακόμα και σαν απλή παρουσία στο μαγαζί. Και επειδή η αδυναμία που του είχα ήταν μεγάλη δεν ήθελα να τον στενοχωρώ, ούτε και να μπαίνω εξαιτίας του σε δίλημμα κάθε φορά που θα διαφωνούσαμε για το μαγαζί. Έτσι με πούλησε. Κι εγώ δεν το συγχώρησα ποτέ. Τις εξηγήσεις που κάνω με άτομα που φοράνε παντελόνια, τις τηρώ δύο φορές περισσότερο: Πρώτον γιατί είμαι γυναίκα, και δεύτερον γιατί το να δώσω το λόγο μου, είναι ο ιερότερος όρκος που έχω στη ζωή μου.
Ο Αναστάσιος είχε γυρίσει με την οικογένεια πια από την Αθήνα όμως δεν απαντούσε ούτε σε εμαιλς, ούτε σε μηνύματα. Δεν ήξερα καν αν είχαν πάει όλα καλά, και ανησυχούσα. Η αναμονή ήταν και πάλι τιμωρία για μένα που χωρίς να έχουμε κανέναν κοινό γνωστό δεν μπορούσα να μάθω τίποτα παραπάνω. Έτσι αποφάσισα να πάω να τον δω στο μαγαζί. Στο γνωστό απέναντι πεζοδρόμιο..... Μια ψυχή μέσα από τη βιτρίνα κι άλλη μία εκατό μέτρα μακριά...Αν ήταν εκεί, σήμαινε ότι όλα ήταν εντάξει. Και όντως εκεί ήταν. Χάρηκα μα και λυπήθηκα γιατί κατάλαβα πως η απουσία του από την επικοινωνία μας, είχε κάτι να μου πει. Μόνο που σε έναν ερωτευμένο η απουσία δεν μιλάει. Εκεί η καρδιά βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για τον αγαπημένο... Δεν πρόλαβε να μου στείλει μήνυμα, δεν μπόρεσε, μπορεί να μου έστειλε αλλά να χάθηκε στο δρόμο κι άλλα τέτοια χαζούλικα μέχρι την τελική σύγκρουση. Ξαφνικά εκείνος βγήκε από το μαγαζί πηγαίνοντας στο φαρμακείο. Κόσμος περίμενε στις δύο στάσεις, ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά, πολύ κίνηση κι έτρεξα στο απέναντι πεζοδρόμιο μήπως και συναντηθούμε "τυχαία" για να μπορέσω να τον ρωτήσω μόνο αν ήταν όλα καλά. Όταν όμως είδα πως πήγαινε στο φαρμακείο με έπιασε πανικός. Δεν ήταν καλά; Ήταν αδιάθετος; Τι συνέβαινε; Πέρασαν μόνο λίγα λεπτά μα η αγωνία μου τα μέτρησε με ώρες. Κι όταν εκείνος βγήκε και του είπα καλησπέρα, πέρασε από μπροστά μου αντιμετωπίζοντάς με σαν ξένη. Δεν με γνώριζε....δεν μου μίλησε.....
Πήρα τα κομμάτια μου και πήγα σπίτι, στέλνοντάς του όλο το βράδυ μηνύματα ζητώντας του να μου πει αν ήταν καλά. Μετά από μέρες, αποφάσισε να μου πει πως όλα ήταν εντάξει, η μικρή απλά είχε κρυολογήσει κατά τη μεταφορά από το μαιευτήριο και ήταν ο πρώτος του πανικός ως πατέρας...
Επειδή όμως η διαίσθησή μου δεν έκανε ποτέ λάθος, περίμενα και τη συνέχεια. Οι τύψεις και οι ενοχές είχαν κάνει πάλι την εμφάνισή τους. Ο ρόλος του ως πατέρας τον βάρυνε, η υποχρέωση που ένοιωθε απέναντι στο σωστό, είχε να κάνει με μένα. Έπρεπε να διακόψουμε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήμουν το πρώτο θύμα στις νέες καταστάσεις που ζούσε. Η αλήθεια ήταν πως ήμουν ο αγαπημένος σάκος του μποξ. Ίσως γιατί δεν τον παρεξηγούσα; Μήπως γιατί ήξερε πως καταλαβαίνω; Μήπως γιατί τελικά ξυπνούσε κάποιες φορές η λογική και σκότωνε το συναίσθημα; Ή μήπως γιατί αν πραγματικά ήμουν το ομορφότερο πράγμα που είχε συμβεί τελευταία στη ζωή του, ένοιωθε την ανάγκη να τιμωρήσει τον εαυτό του με το να με βγάλει από τη ζωή του;
Η διάθεση αυτή μου ήταν γνωστή. Συνέβαινε αρκετά συχνά, κι όταν συνέβαινε, η σιωπή ήταν η μόνη διέξοδος για εκείνον. Εγώ ήθελα να ακούω χύμα ό,τι είχε να μου πει ο άλλος, κι εκείνος σιώπαινε και εξαφανιζόταν. Τίποτα δεν μπορούσε να τον λυγίσει, να τον κάμψει έστω για λίγο και να δώσει έναν λόγο σε κάποιον που είχε δηλώσει πως ήταν ερωτευμένος μαζί του. Έκανε τον κύκλο του, κι όταν η ζωή του γύριζε στη γνωστή ασφάλεια, με θυμόταν, αφού μου εξηγούσε με ένα εμαιλ τι είχε συμβεί και το πως ένοιωθε. Κι όταν τον ρωτούσα "Γιατί δεν μου μίλησες; Γιατί αυτό που λες τώρα, δεν μου το έλεγες τότε που συνέβαινε; " δεν υπήρχε απάντηση. Δεν είχε κάτι να μου πει. Ήταν αυτή η αντίδρασή του κι όφειλα ή να τη δεχτώ ή να φύγω. Δεν θα πω πως δεν προσπάθησα να το αλλάξω αυτό. Θεωρούσα ότι έχω την απαραίτητη κατανόηση ώστε συζητώντας να μπορούσαμε να βρούμε μια μέση λύση, μα τελικά, απεδείχθη πως μόνο εγώ το πίστευα αυτό.
Με πλήγωνε και με μείωνε αυτό. Μα όσο κι αν το έδειξα δεν άλλαξε κάτι στην πορεία. Προσπάθησα να συμβιβαστώ, μα δεν μου ήταν τόσο εύκολο.
Παλεύαμε να επικοινωνούμε μα τώρα με το μωρό ήταν πιο δύσκολα. Ο κόσμος ξενυχτούσε, το μωρό δεν κοιμόταν κι εκείνος δεν ένοιωθε ελεύθερος να μιλήσει.
Πέρασε αρκετό διάστημα που ήμουν σίγουρη ότι ήταν η αρχή του τέλους. Μα κάτι δεν μου κόλλαγε. Κάτι δεν μου πήγαινε.
Κι αυτό το κάτι θα βρισκόταν μπροστά μου τελείως ξαφνικά και απρόσμενα.....
"Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης,
είμαι σε μια φάση τραγική....
Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης
και η σωτηρία μου είσαι εσύ"
Το τι επένδυσα σε εκείνο το μαγαζί και το τι πήρα στο τέλος, δεν το μέτρησε κανείς. Τη συμφωνία που δεν τήρησε ο πατέρας μου κανείς δεν την ανέφερε, εξαιτίας της οποίας είχα αφήσει την προσωπική μου αγωνία για το τι θα κάνω επαγγελματικά στο μέλλον, στην εμπιστοσύνη που έτρεφα στο πρόσωπο του πατέρα μου. Όταν τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο της συμφωνίας έγινε αποδεκτό, το να φύγει δηλαδή εντελώς εκείνος από το μαγαζί για να μην έχουμε διαφωνίες τραγικές πίστευα πως ήταν ώρα να πανηγυρίσω. Αν και δεν το έκανα με ελαφριά καρδιά ήξερα τι θα γινόταν αν έμενε ακόμα και σαν απλή παρουσία στο μαγαζί. Και επειδή η αδυναμία που του είχα ήταν μεγάλη δεν ήθελα να τον στενοχωρώ, ούτε και να μπαίνω εξαιτίας του σε δίλημμα κάθε φορά που θα διαφωνούσαμε για το μαγαζί. Έτσι με πούλησε. Κι εγώ δεν το συγχώρησα ποτέ. Τις εξηγήσεις που κάνω με άτομα που φοράνε παντελόνια, τις τηρώ δύο φορές περισσότερο: Πρώτον γιατί είμαι γυναίκα, και δεύτερον γιατί το να δώσω το λόγο μου, είναι ο ιερότερος όρκος που έχω στη ζωή μου.
Ο Αναστάσιος είχε γυρίσει με την οικογένεια πια από την Αθήνα όμως δεν απαντούσε ούτε σε εμαιλς, ούτε σε μηνύματα. Δεν ήξερα καν αν είχαν πάει όλα καλά, και ανησυχούσα. Η αναμονή ήταν και πάλι τιμωρία για μένα που χωρίς να έχουμε κανέναν κοινό γνωστό δεν μπορούσα να μάθω τίποτα παραπάνω. Έτσι αποφάσισα να πάω να τον δω στο μαγαζί. Στο γνωστό απέναντι πεζοδρόμιο..... Μια ψυχή μέσα από τη βιτρίνα κι άλλη μία εκατό μέτρα μακριά...Αν ήταν εκεί, σήμαινε ότι όλα ήταν εντάξει. Και όντως εκεί ήταν. Χάρηκα μα και λυπήθηκα γιατί κατάλαβα πως η απουσία του από την επικοινωνία μας, είχε κάτι να μου πει. Μόνο που σε έναν ερωτευμένο η απουσία δεν μιλάει. Εκεί η καρδιά βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για τον αγαπημένο... Δεν πρόλαβε να μου στείλει μήνυμα, δεν μπόρεσε, μπορεί να μου έστειλε αλλά να χάθηκε στο δρόμο κι άλλα τέτοια χαζούλικα μέχρι την τελική σύγκρουση. Ξαφνικά εκείνος βγήκε από το μαγαζί πηγαίνοντας στο φαρμακείο. Κόσμος περίμενε στις δύο στάσεις, ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά, πολύ κίνηση κι έτρεξα στο απέναντι πεζοδρόμιο μήπως και συναντηθούμε "τυχαία" για να μπορέσω να τον ρωτήσω μόνο αν ήταν όλα καλά. Όταν όμως είδα πως πήγαινε στο φαρμακείο με έπιασε πανικός. Δεν ήταν καλά; Ήταν αδιάθετος; Τι συνέβαινε; Πέρασαν μόνο λίγα λεπτά μα η αγωνία μου τα μέτρησε με ώρες. Κι όταν εκείνος βγήκε και του είπα καλησπέρα, πέρασε από μπροστά μου αντιμετωπίζοντάς με σαν ξένη. Δεν με γνώριζε....δεν μου μίλησε.....
Πήρα τα κομμάτια μου και πήγα σπίτι, στέλνοντάς του όλο το βράδυ μηνύματα ζητώντας του να μου πει αν ήταν καλά. Μετά από μέρες, αποφάσισε να μου πει πως όλα ήταν εντάξει, η μικρή απλά είχε κρυολογήσει κατά τη μεταφορά από το μαιευτήριο και ήταν ο πρώτος του πανικός ως πατέρας...
Επειδή όμως η διαίσθησή μου δεν έκανε ποτέ λάθος, περίμενα και τη συνέχεια. Οι τύψεις και οι ενοχές είχαν κάνει πάλι την εμφάνισή τους. Ο ρόλος του ως πατέρας τον βάρυνε, η υποχρέωση που ένοιωθε απέναντι στο σωστό, είχε να κάνει με μένα. Έπρεπε να διακόψουμε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήμουν το πρώτο θύμα στις νέες καταστάσεις που ζούσε. Η αλήθεια ήταν πως ήμουν ο αγαπημένος σάκος του μποξ. Ίσως γιατί δεν τον παρεξηγούσα; Μήπως γιατί ήξερε πως καταλαβαίνω; Μήπως γιατί τελικά ξυπνούσε κάποιες φορές η λογική και σκότωνε το συναίσθημα; Ή μήπως γιατί αν πραγματικά ήμουν το ομορφότερο πράγμα που είχε συμβεί τελευταία στη ζωή του, ένοιωθε την ανάγκη να τιμωρήσει τον εαυτό του με το να με βγάλει από τη ζωή του;
Η διάθεση αυτή μου ήταν γνωστή. Συνέβαινε αρκετά συχνά, κι όταν συνέβαινε, η σιωπή ήταν η μόνη διέξοδος για εκείνον. Εγώ ήθελα να ακούω χύμα ό,τι είχε να μου πει ο άλλος, κι εκείνος σιώπαινε και εξαφανιζόταν. Τίποτα δεν μπορούσε να τον λυγίσει, να τον κάμψει έστω για λίγο και να δώσει έναν λόγο σε κάποιον που είχε δηλώσει πως ήταν ερωτευμένος μαζί του. Έκανε τον κύκλο του, κι όταν η ζωή του γύριζε στη γνωστή ασφάλεια, με θυμόταν, αφού μου εξηγούσε με ένα εμαιλ τι είχε συμβεί και το πως ένοιωθε. Κι όταν τον ρωτούσα "Γιατί δεν μου μίλησες; Γιατί αυτό που λες τώρα, δεν μου το έλεγες τότε που συνέβαινε; " δεν υπήρχε απάντηση. Δεν είχε κάτι να μου πει. Ήταν αυτή η αντίδρασή του κι όφειλα ή να τη δεχτώ ή να φύγω. Δεν θα πω πως δεν προσπάθησα να το αλλάξω αυτό. Θεωρούσα ότι έχω την απαραίτητη κατανόηση ώστε συζητώντας να μπορούσαμε να βρούμε μια μέση λύση, μα τελικά, απεδείχθη πως μόνο εγώ το πίστευα αυτό.
Με πλήγωνε και με μείωνε αυτό. Μα όσο κι αν το έδειξα δεν άλλαξε κάτι στην πορεία. Προσπάθησα να συμβιβαστώ, μα δεν μου ήταν τόσο εύκολο.
Παλεύαμε να επικοινωνούμε μα τώρα με το μωρό ήταν πιο δύσκολα. Ο κόσμος ξενυχτούσε, το μωρό δεν κοιμόταν κι εκείνος δεν ένοιωθε ελεύθερος να μιλήσει.
Πέρασε αρκετό διάστημα που ήμουν σίγουρη ότι ήταν η αρχή του τέλους. Μα κάτι δεν μου κόλλαγε. Κάτι δεν μου πήγαινε.
Κι αυτό το κάτι θα βρισκόταν μπροστά μου τελείως ξαφνικά και απρόσμενα.....
"Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης,
είμαι σε μια φάση τραγική....
Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης
και η σωτηρία μου είσαι εσύ"
Η Ευχούλα
Χωρίς να γνωρίζω τα σημάδια που έστελνε το σώμα μου, έφτασα κάποια στιγμή μέχρι το γιατρό. Θεωρούσα πως η πίεση των τελευταίων καταστάσεων, έβγαινε τώρα, ξεσπώντας παθολογικά κάτι που συνήθιζε να κάνει ο οργανισμός μου και το θεωρούσα απόλυτα φυσιολογικό.....
"-Συγχαρητήρια, είστε έγκυος!"
Δεν άκουσα τίποτα άλλο. Λιποθύμισα αμέσως μετά. Πράγμα που δεν το είχα ξαναπάθει ποτέ στη ζωή μου. Όσες φορές κι αν επανέλαβα την εξέταση βγήκε το ίδιο αποτέλεσμα.
Ήταν αδύνατον όμως. Δεν μπορούσε να είμαι έγκυος. Δεν γινόταν! Είχα ήδη υποστεί 4 εχγειρήσεις, είχα περάσει ήδη τη διαδικασία 4 εξωσωματικών, είχε πετύχει η τελευταία και ορκιζόμουν πως είχε κλείσει πια αυτό το θέμα για μένα.
Λόγω ιατρικής παράλειψης, κι ενός ψέμματος του γιατρού μου στην εγχείρηση ερχόταν ένα μωρό στη ζωή μου ακόμα.
Κι ήταν η ώρα της αλήθειας για μένα και την οικογένειά μου. Έκατσα και σκέφτηκα πολύ, μάζεψα το κουράγιο μου, όρισα τις καταστάσεις που θα ακολουθούσαν κι ήμουν έτοιμη για όλα. Το βράδυ του είπα τι συνέβαινε... και δεν μιλήσαμε πολύ. Τις επόμενες μέρες λόγω επιπλοκής της γυναίκας του έφυγε για την Αθήνα, και ώρες αργότερα ήρθε η κόρη τους στον κόσμο.
Στο ίδιο μαιευτήριο, με λίγες ώρες διαφορά κι έναν όροφο, έχανα το μωρό μου.
Από τη στιγμή που γεννήθηκε η κόρη του, χάθηκε. Δεν ρώτησε καν που βρίσκομα, δεν νοιάστηκε καν τι συνέβαινε με μένα. Βγαίνοντας από το μαιευτήριο, άφησα ένα κομμάτι μου να πεθάνει εκεί μέσα.
Το μωρό μου..... και την πίστη μου στο Θεό.
Ένα μωρό που ξεκίνησε το ταξίδι του ένα βροχερό βράδυ του Νοεμβρίου, όταν εκείνος με δικαιολογία μια δουλειά, πήρε τη μηχανή, αψηφώντας τη βροχή και ήρθε να με δει.
Αυτό το μωρό που ήρθε για να μου δείξει τελικά πως γεννιούνται τα παιδιά από έρωτα μια και δεν θα το γνώριζα ποτέ στη ζωή μου αυτό, το παιδικό όνειρο κάθε κοριτσιού που σε μένα είχε μεταφραστεί αλλιώς μέσα σε ένα εργαστήριο...
Δεν μιλήσαμε ποτέ γιαυτό.
Σχεδόν ποτέ.
Μια φορά μόνο μου βγήκε το παράπονο πως δεν μου έστειλε ούτε ένα μήνυμα τότε.... μου είπε απλά ότι με σκεφτόταν πολύ και δεν μου μίλησε γιατί δεν ήθελε να με ταράξει.
Αυτό το μωρό, ήταν τελικά το πρώτο και μοναδικό γεγονός που δεν μοιραστήκαμε ποτέ.....
Έμεινε μόνο δικό μου....
Και η αλήθεια δεν είδε το φως ποτέ.....
Κανενός η ζωή δεν ταράχτηκε, κανένας δεν έμαθε τίποτα ποτέ.
Σε αυτό το μωρό χρωστάω ένα μέρος της υπόσχεσης: Αν και χάθηκε πολύ νωρίς, θα μάθαιναν πολλοί πως ήρθε στη ζωή μου και με έμαθε πολλά.
Εσείς είστε οι πολλοί, κι αυτό ήταν η "Ευχούλα μου"...
Να μάθω πως γεννιούνται τα παιδιά από Έρωτα......
"Έφυγες νωρίς ούτε που πρόλαβα ν' αρχίσω,
έφυγες νωρίς, μα είχα κι άλλα να σου πω...
λόγια μυστικά, την άλλη όψη σου ν' αγγίξω,
λόγια μαγικά από ένα κόσμο μαγικό.....
Ποιος φωνάζει; Ποιος πληγώνει τη σιωπή;
Τι να θέλει να μου πει;"
Αφιερωμένο......
"-Συγχαρητήρια, είστε έγκυος!"
Δεν άκουσα τίποτα άλλο. Λιποθύμισα αμέσως μετά. Πράγμα που δεν το είχα ξαναπάθει ποτέ στη ζωή μου. Όσες φορές κι αν επανέλαβα την εξέταση βγήκε το ίδιο αποτέλεσμα.
Ήταν αδύνατον όμως. Δεν μπορούσε να είμαι έγκυος. Δεν γινόταν! Είχα ήδη υποστεί 4 εχγειρήσεις, είχα περάσει ήδη τη διαδικασία 4 εξωσωματικών, είχε πετύχει η τελευταία και ορκιζόμουν πως είχε κλείσει πια αυτό το θέμα για μένα.
Λόγω ιατρικής παράλειψης, κι ενός ψέμματος του γιατρού μου στην εγχείρηση ερχόταν ένα μωρό στη ζωή μου ακόμα.
Κι ήταν η ώρα της αλήθειας για μένα και την οικογένειά μου. Έκατσα και σκέφτηκα πολύ, μάζεψα το κουράγιο μου, όρισα τις καταστάσεις που θα ακολουθούσαν κι ήμουν έτοιμη για όλα. Το βράδυ του είπα τι συνέβαινε... και δεν μιλήσαμε πολύ. Τις επόμενες μέρες λόγω επιπλοκής της γυναίκας του έφυγε για την Αθήνα, και ώρες αργότερα ήρθε η κόρη τους στον κόσμο.
Στο ίδιο μαιευτήριο, με λίγες ώρες διαφορά κι έναν όροφο, έχανα το μωρό μου.
Από τη στιγμή που γεννήθηκε η κόρη του, χάθηκε. Δεν ρώτησε καν που βρίσκομα, δεν νοιάστηκε καν τι συνέβαινε με μένα. Βγαίνοντας από το μαιευτήριο, άφησα ένα κομμάτι μου να πεθάνει εκεί μέσα.
Το μωρό μου..... και την πίστη μου στο Θεό.
Ένα μωρό που ξεκίνησε το ταξίδι του ένα βροχερό βράδυ του Νοεμβρίου, όταν εκείνος με δικαιολογία μια δουλειά, πήρε τη μηχανή, αψηφώντας τη βροχή και ήρθε να με δει.
Αυτό το μωρό που ήρθε για να μου δείξει τελικά πως γεννιούνται τα παιδιά από έρωτα μια και δεν θα το γνώριζα ποτέ στη ζωή μου αυτό, το παιδικό όνειρο κάθε κοριτσιού που σε μένα είχε μεταφραστεί αλλιώς μέσα σε ένα εργαστήριο...
Δεν μιλήσαμε ποτέ γιαυτό.
Σχεδόν ποτέ.
Μια φορά μόνο μου βγήκε το παράπονο πως δεν μου έστειλε ούτε ένα μήνυμα τότε.... μου είπε απλά ότι με σκεφτόταν πολύ και δεν μου μίλησε γιατί δεν ήθελε να με ταράξει.
Αυτό το μωρό, ήταν τελικά το πρώτο και μοναδικό γεγονός που δεν μοιραστήκαμε ποτέ.....
Έμεινε μόνο δικό μου....
Και η αλήθεια δεν είδε το φως ποτέ.....
Κανενός η ζωή δεν ταράχτηκε, κανένας δεν έμαθε τίποτα ποτέ.
Σε αυτό το μωρό χρωστάω ένα μέρος της υπόσχεσης: Αν και χάθηκε πολύ νωρίς, θα μάθαιναν πολλοί πως ήρθε στη ζωή μου και με έμαθε πολλά.
Εσείς είστε οι πολλοί, κι αυτό ήταν η "Ευχούλα μου"...
Να μάθω πως γεννιούνται τα παιδιά από Έρωτα......
"Έφυγες νωρίς ούτε που πρόλαβα ν' αρχίσω,
έφυγες νωρίς, μα είχα κι άλλα να σου πω...
λόγια μυστικά, την άλλη όψη σου ν' αγγίξω,
λόγια μαγικά από ένα κόσμο μαγικό.....
Ποιος φωνάζει; Ποιος πληγώνει τη σιωπή;
Τι να θέλει να μου πει;"
Αφιερωμένο......
Το θάρρος
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μια γιορτή που δεν άρεσε σε κανέναν από τους δύο μας η κατάσταση ήταν μαύρη από τη δική του μεριά. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ, απαιτούσε να μιλάμε το βράδυ μέχρι ό,τι ώρα άντεχε, κοιμόταν ελάχιστα..
Ο "κόσμος" ξετρύπωσε το κινητό του, το άνοιξε, και διάβασε κάποια μηνύματα.Τίποτα πονηρό όμως, αφού η αμηχανία της περίεργης κατάστασης της γνωριμίας μας και της συνέχειάς της μας ακολουθούσε παντού. Χαζά μηνύματα γεμάτα ενδιαφέρον, ερωτήσεις.... δικαιολογίες για μια επικοινωνία ανοιχτή ανάμεσα σε δύο ψυχές χαμένες σε μια μεγάλη πόλη.
Δεν μου είπε ποτέ τι του είπε. Είχα όμως απέναντί μου το αποτέλεσμα του. Έναν άνθρωπο γεμάτο ενοχές και τύψεις που είχε χάσει το γέλιο του, η κούραση τον είχε καταβάλει, ήταν μονίμως υπό έλεγχο, υπό αμφισβήτηση, μέχρι που παρά την αντοχή που τον διέκρινε σε πιεστικές καταστάσεις, έσπασε. Κι ήρθε ο χωρισμός από εκείνον αυτή τη φορά.
Με μία διαφορά. Εγώ είχα πάρει την απόφασή μου. Και μετά από μερικές μέρες που τον άφησα να ηρεμήσει του έστειλα ένα εμαιλ, για τα τυπικά Χρόνια πολλά, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν για κανέναν μας τυπικά. Ήταν ο λόγος να του μιλήσω, κι ήταν ο λόγος του για να μου απαντήσει. Ανάμεσα σε φόβο και ντροπή, έφτασαν οι μέρες το νέο μέλος της οικογένειας, έμπαινε στην τελική του ευθεία. Σε μια νύχτα γεμάτη απαισιοδοξία, αμφιβολίες και διάθεση για φυγής από μέρους του ένοιωθα να πνίγομαι που κάτι τόσο όμορφο εκείνον τον έκανε να νοιώθει τόσο άσχημα.
Υπήρχε η πιθανότητα όλα να είχαν ξεκαθαρίσει και για εκείνον απλά δεν ήθελε να μου το πει ευθέως. Δεν ήταν και το φόρτε του ποτέ αυτό, έτσι νοιώθοντας για μια ακόμη φορά την αναμονή ως τιμωρία, έκανα μια τρέλα:
Ξέροντας πως λείπει ο κόσμος στην Αθήνα, χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του.
Που το βρήκα το θάρρος;
Το θράσσος;
Ποτέ δεν κατάφερα να το εξηγήσω.
Που πήγαινα;
Που βρήκα τη δύναμη να σταθώ μπροστά του έτοιμη να ακούσω την όποια απάντηση;
Πως ήξερα ότι η καρδιά μου θα άντεχε;
Περιμένοντας να μου ανοίξει και φανταζόμενη το χειρότερο, δεν νομίζω να είχα ακούσει ποτέ την καρδιά μου τόσο δυνατά.
-Καλησπέρα. Ενοχλώ;
-Καλησπέρα. Τι θες εδώ;
Μια κίνηση που ακόμα κι αν σου έλεγαν πως θα την κάνω, θα σε τρέλεναν....κι όμως, εγώ δεν είδα τίποτα στα μάτια του. Ούτε φόβο. Ούτε χαρά. Ούτε έκπληξη. Τίποτα. Τίποτα θετικό.
-Ήρθα μόνο να μου απαντήσεις σε μία ερώτηση. Όταν μου δώσεις την απάντηση, θα φύγω για πάντα από τη ζωή σου.Θα είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ. Κι έχεις το λόγο μου πως δεν θα ξανακούσεις ποτέ τίποτα από μένα. Δεν θα σε ξαναενοχλήσω ποτέ.
Σιωπή....
-Θα μου απαντήσεις;
-Ρώτα με...
-Μ' αγαπάς;
Σιωπή.....
-Μπορώ να ακούσω όποια απάντηση κι αν έχεις. Ακόμα και το όχι. Και θα το σεβαστώ. Έτσι θα αποκτήσει λογική όλο αυτό το παράλογο των τελευταίων ημερών. Θα εξαφανιστώ. Σαν να μην υπήρξα ποτέ.
Σιωπή......
Αν στεκόμουν μπροστά σε έναν γιατρό που θα μου έλεγε την οριστική απόφαση αν θα ζήσω ή θα πεθάνω την ίδια προσμονή θα είχα. Έχετε απαξιωθεί όμως ποτέ από κάποιον που σιωπά; Προτιμώ την επόμενη φορά που κάποιος θα θελήσει να αντιδράσει έτσι σε μένα, να με χαστουκίσει. Εκείνη τη στιγμή, έμαθα να μην αντέχω τη σιωπή.
-Πες μου. Μια απάντηση και φεύγω. Έχεις το λόγο μου!
Σιωπή.....
Πως μπορείς και φυλακίζεις τις λέξεις όταν κάποιος που αγαπάς στέκεται απέναντί σου υποφέροντας; Δεν κατάλαβα ποτέ αυτές τις αντιδράσεις. Πάντα πίστευα ότι όφειλα να ξεπερνώ τον εαυτό μου για χάρη των ανθρώπων που αγαπάω, να μην τους αφήνω να είναι θλιμμένοι τουλάχιστον ΠΟΤΕ εξαιτίας μου.
Έχεις μαλώσει με τη σιωπή ποτέ;
Ήταν ο χειρότερος εχθρός μου... Κατάφερνε να με κάνει να μοιάζω πολύ μικρή κι αδύναμη μπροστά της. Είχε πάντα την αλαζονία να με ξεκουφαίνει με την παρουσία της.. Ήταν πάντα πρωταγωνίστρια σε ένα παιχνίδι που αν δεν ήθελες να συμμετέχεις ήσουν στα σίγουρα ο χαμένος.
-Σ' αγαπώ. Πως μπορώ να μη σ'αγαπώ;
Κι εκείνο το βράδυ, του υποσχέθηκα πως κάθε φορά που θα αντιδράει έτσι, θα του κάνω την ίδια ερώτηση. Κι όσο η απάντηση θα είναι "Ναι" εγώ θα μένω εδώ, να πολεμάω σε ό,τι έχω απέναντί μας, όσο θα συνεχίζω να πιστεύω ότι αξίζει, κι όσο θα φαντάζομαι πως κι εγώ αξίζω να έχω αυτόν τον άνθρωπο στη ζωή μου....
Και το έκανα. Μέχρι τέλους...
Το έκανα γιατί μόνο αυτόν τον τρόπο ήξερα για να του δείξω πως τα λόγια μου θα συμβάδιζαν πάντα με τις πράξεις μου. Πως είχα ανάγκη να πιστέψει πως δεν ήμουν όπως είχε μάθει πάντα στη ζωή του: Ένας άνθρωπος που θα του έβαζε κανόνες, που θα απαιτούσε να αντιδράει όπως ήθελα εγώ.
Το έκανα γιατί χρειάστηκε να του αποδείξω πως τον αγαπούσα πάρα πολύ κι ήθελα να είναι ελεύθερος.
Ακόμα κι από μένα. Αν αυτό ήταν που τον έκανε ευτυχισμένο.
Και την κράτησα την υπόσχεσή μου.....
"-Αφήνετε πάντα το φως στην εξώπορτα ανοιχτό;"
"-Μόνο όταν περιμένουμε κάποιον."
"-Εσύ ποιον περίμενες;"
"-Εσένα. Ήξερα πως θάρθεις. Το ήλπιζα. Είχα διαίσθηση πως θα χτύπαγες την πόρτα από λεπτό σε λεπτό."
"-Η διαίσθησή σου βγήκε αληθινή...."
"-Και δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι γιαυτό....."
"-Αφού υπέφερες γιατί δεν μου μίλαγες; Γιατί δεν έκανες κάτι...; "
"-Δεν ξέρω....από φόβο.....από εγωισμό. Αυτός ο γ@μημένος ο εγωισμός μου......."
"-Κι αν δεν ερχόμουν ποτέ;"
"-Αργά ή γρήγορα, θα ερχόμουν εγώ....."
Λόγια....όμορφα λόγια....
Ο "κόσμος" ξετρύπωσε το κινητό του, το άνοιξε, και διάβασε κάποια μηνύματα.Τίποτα πονηρό όμως, αφού η αμηχανία της περίεργης κατάστασης της γνωριμίας μας και της συνέχειάς της μας ακολουθούσε παντού. Χαζά μηνύματα γεμάτα ενδιαφέρον, ερωτήσεις.... δικαιολογίες για μια επικοινωνία ανοιχτή ανάμεσα σε δύο ψυχές χαμένες σε μια μεγάλη πόλη.
Δεν μου είπε ποτέ τι του είπε. Είχα όμως απέναντί μου το αποτέλεσμα του. Έναν άνθρωπο γεμάτο ενοχές και τύψεις που είχε χάσει το γέλιο του, η κούραση τον είχε καταβάλει, ήταν μονίμως υπό έλεγχο, υπό αμφισβήτηση, μέχρι που παρά την αντοχή που τον διέκρινε σε πιεστικές καταστάσεις, έσπασε. Κι ήρθε ο χωρισμός από εκείνον αυτή τη φορά.
Με μία διαφορά. Εγώ είχα πάρει την απόφασή μου. Και μετά από μερικές μέρες που τον άφησα να ηρεμήσει του έστειλα ένα εμαιλ, για τα τυπικά Χρόνια πολλά, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν για κανέναν μας τυπικά. Ήταν ο λόγος να του μιλήσω, κι ήταν ο λόγος του για να μου απαντήσει. Ανάμεσα σε φόβο και ντροπή, έφτασαν οι μέρες το νέο μέλος της οικογένειας, έμπαινε στην τελική του ευθεία. Σε μια νύχτα γεμάτη απαισιοδοξία, αμφιβολίες και διάθεση για φυγής από μέρους του ένοιωθα να πνίγομαι που κάτι τόσο όμορφο εκείνον τον έκανε να νοιώθει τόσο άσχημα.
Υπήρχε η πιθανότητα όλα να είχαν ξεκαθαρίσει και για εκείνον απλά δεν ήθελε να μου το πει ευθέως. Δεν ήταν και το φόρτε του ποτέ αυτό, έτσι νοιώθοντας για μια ακόμη φορά την αναμονή ως τιμωρία, έκανα μια τρέλα:
Ξέροντας πως λείπει ο κόσμος στην Αθήνα, χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του.
Που το βρήκα το θάρρος;
Το θράσσος;
Ποτέ δεν κατάφερα να το εξηγήσω.
Που πήγαινα;
Που βρήκα τη δύναμη να σταθώ μπροστά του έτοιμη να ακούσω την όποια απάντηση;
Πως ήξερα ότι η καρδιά μου θα άντεχε;
Περιμένοντας να μου ανοίξει και φανταζόμενη το χειρότερο, δεν νομίζω να είχα ακούσει ποτέ την καρδιά μου τόσο δυνατά.
-Καλησπέρα. Ενοχλώ;
-Καλησπέρα. Τι θες εδώ;
Μια κίνηση που ακόμα κι αν σου έλεγαν πως θα την κάνω, θα σε τρέλεναν....κι όμως, εγώ δεν είδα τίποτα στα μάτια του. Ούτε φόβο. Ούτε χαρά. Ούτε έκπληξη. Τίποτα. Τίποτα θετικό.
-Ήρθα μόνο να μου απαντήσεις σε μία ερώτηση. Όταν μου δώσεις την απάντηση, θα φύγω για πάντα από τη ζωή σου.Θα είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ. Κι έχεις το λόγο μου πως δεν θα ξανακούσεις ποτέ τίποτα από μένα. Δεν θα σε ξαναενοχλήσω ποτέ.
Σιωπή....
-Θα μου απαντήσεις;
-Ρώτα με...
-Μ' αγαπάς;
Σιωπή.....
-Μπορώ να ακούσω όποια απάντηση κι αν έχεις. Ακόμα και το όχι. Και θα το σεβαστώ. Έτσι θα αποκτήσει λογική όλο αυτό το παράλογο των τελευταίων ημερών. Θα εξαφανιστώ. Σαν να μην υπήρξα ποτέ.
Σιωπή......
Αν στεκόμουν μπροστά σε έναν γιατρό που θα μου έλεγε την οριστική απόφαση αν θα ζήσω ή θα πεθάνω την ίδια προσμονή θα είχα. Έχετε απαξιωθεί όμως ποτέ από κάποιον που σιωπά; Προτιμώ την επόμενη φορά που κάποιος θα θελήσει να αντιδράσει έτσι σε μένα, να με χαστουκίσει. Εκείνη τη στιγμή, έμαθα να μην αντέχω τη σιωπή.
-Πες μου. Μια απάντηση και φεύγω. Έχεις το λόγο μου!
Σιωπή.....
Πως μπορείς και φυλακίζεις τις λέξεις όταν κάποιος που αγαπάς στέκεται απέναντί σου υποφέροντας; Δεν κατάλαβα ποτέ αυτές τις αντιδράσεις. Πάντα πίστευα ότι όφειλα να ξεπερνώ τον εαυτό μου για χάρη των ανθρώπων που αγαπάω, να μην τους αφήνω να είναι θλιμμένοι τουλάχιστον ΠΟΤΕ εξαιτίας μου.
Έχεις μαλώσει με τη σιωπή ποτέ;
Ήταν ο χειρότερος εχθρός μου... Κατάφερνε να με κάνει να μοιάζω πολύ μικρή κι αδύναμη μπροστά της. Είχε πάντα την αλαζονία να με ξεκουφαίνει με την παρουσία της.. Ήταν πάντα πρωταγωνίστρια σε ένα παιχνίδι που αν δεν ήθελες να συμμετέχεις ήσουν στα σίγουρα ο χαμένος.
-Σ' αγαπώ. Πως μπορώ να μη σ'αγαπώ;
Κι εκείνο το βράδυ, του υποσχέθηκα πως κάθε φορά που θα αντιδράει έτσι, θα του κάνω την ίδια ερώτηση. Κι όσο η απάντηση θα είναι "Ναι" εγώ θα μένω εδώ, να πολεμάω σε ό,τι έχω απέναντί μας, όσο θα συνεχίζω να πιστεύω ότι αξίζει, κι όσο θα φαντάζομαι πως κι εγώ αξίζω να έχω αυτόν τον άνθρωπο στη ζωή μου....
Και το έκανα. Μέχρι τέλους...
Το έκανα γιατί μόνο αυτόν τον τρόπο ήξερα για να του δείξω πως τα λόγια μου θα συμβάδιζαν πάντα με τις πράξεις μου. Πως είχα ανάγκη να πιστέψει πως δεν ήμουν όπως είχε μάθει πάντα στη ζωή του: Ένας άνθρωπος που θα του έβαζε κανόνες, που θα απαιτούσε να αντιδράει όπως ήθελα εγώ.
Το έκανα γιατί χρειάστηκε να του αποδείξω πως τον αγαπούσα πάρα πολύ κι ήθελα να είναι ελεύθερος.
Ακόμα κι από μένα. Αν αυτό ήταν που τον έκανε ευτυχισμένο.
Και την κράτησα την υπόσχεσή μου.....
"-Αφήνετε πάντα το φως στην εξώπορτα ανοιχτό;"
"-Μόνο όταν περιμένουμε κάποιον."
"-Εσύ ποιον περίμενες;"
"-Εσένα. Ήξερα πως θάρθεις. Το ήλπιζα. Είχα διαίσθηση πως θα χτύπαγες την πόρτα από λεπτό σε λεπτό."
"-Η διαίσθησή σου βγήκε αληθινή...."
"-Και δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι γιαυτό....."
"-Αφού υπέφερες γιατί δεν μου μίλαγες; Γιατί δεν έκανες κάτι...; "
"-Δεν ξέρω....από φόβο.....από εγωισμό. Αυτός ο γ@μημένος ο εγωισμός μου......."
"-Κι αν δεν ερχόμουν ποτέ;"
"-Αργά ή γρήγορα, θα ερχόμουν εγώ....."
Λόγια....όμορφα λόγια....
I will always have Tara...
Έτσι έπρεπε κι έτσι έγινε. Έτσι ήταν δίκαιο και σωστό για όλους. Κι εκείνες οι μέρες ήταν βαμμένες μαύρο. Εκείνος απλά το δέχτηκε στωϊκά όπως όλα άλλωστε στη ζωή του κι εγώ....το πάλευα. Κι ας με έτρωγε. Και οι συμπτώσεις χόρευαν χορό....
Τον συνάντησα κάποιες φορές με το αυτοκίνητο. Εμείς που δεν συναντιόμασταν ποτέ τυχαία, εκείνες τις μέρες το τυχαίο μας κυνηγούσε. Απέφευγα να μπαίνω στο ίντερνετ, κλείστηκα εντελώς, κι έχω την εντύπωση πως τιμωρούσα τον εαυτό μου. Έψαχνα μια εξιλέωση, κάτι που να με κάνει να νοιώσω καλά για ό,τι φριχτό είχα κάνει σε όσους με εμπιστεύονταν και με αγαπούσαν.
Πίστευα πως ο χρόνος θα βοηθήσει, θα ξεχαστεί, όλα θα ξαναγίνονταν όπως παλιά. Μα γελάστηκα. Πως πείθεις τον εαυτό σου πως κάτι που έζησες κι ήταν τόσο όμορφο όσο ένα όνειρο, ότι θα μπορούσε να λείψει από τη ζωή σου και να μην σου στοιχίσει; Πως όταν έχεις γνωρίσει το όνειρο, γυρίζεις εθελοντικά στην πραγματικότητα;
Έφευγε το καλοκαίρι κι εγώ από τη μία έλεγα πως είμαι καλά γιατί έτσι έπρεπε να είμαι κι από την άλλη είχα κρεμάσει μούτρα στον εαυτό μου γιατί με έβαζε να απαρνηθώ κάτι που ήθελα. Έγιναν πολλά τότε. Η σχέση μου με τον πατέρα μου και οι συζητήσεις για το τι θα συνέβαινε με το μαγαζί πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Είχα χάσει τη διπλωματία μου γιατί απλά είχα χάσει και το κέφι μου.
Μέχρι που ένα βράδυ μου έστειλε ένα μήνυμα......:
"Καλησπέρα....Ήθελα απλώς να μάθω τι κάνεις. Είσαι καλά;"
Και στην απέναντι οθόνη η καρδιά μου το μετέφραζε: " Μίλησέ μου. Αντέχεις να το συνεχίζεις; " Τι απίστευτες δικαιολογίες μπορούν να εφεύρουν οι ερωτευμένοι αλήθεια.......!
Έτσι έγινε η μυστική μας συμφωνία. Όση κι αν ήταν η απουσία, έφτανε μόνο μια λέξη για να ξεκινήσουμε πάντα από εκεί που μείναμε.
Δεν χρειαζόταν προλόγους, ούτε ιδιαίτερη σκέψη. Υπήρχε η διάθεση να αντέχεις την απουσία; Και δεν άντεχα. Και αφέθηκα. Μετά από πολύ σκέψη επέτρεπα στον εαυτό μου να κάνει το λάθος του όσο πιο σωστά νόμιζε. Όλη τη νύχτα η αισιοδοξία του με βοήθησε αφάνταστα. Μου είχε λείψει το χιούμορ του, η θετική διάθεση. Ήξερε να κάνει μαγικά και μπορούσε να με κάνει να χαμογελάσω...
Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, επέτρεψα σε κάποιον να με βοηθήσει να σηκωθώ.
Στηρίχτηκα σε εκείνο το χαμόγελο που φανταζόμουν πως έχει κοιτάζοντας την οθόνη. Άφησα να με επηρεάσει η διάθεση κάποιου ξένου, και αφέθηκα να γεύομαι ότι μπορούσε η αισιοδοξία του, το κέφι του και η όμορφη διάθεσή του να μου προσφέρει.
Ήταν χαρούμενος πολύ που ξαναμιλήσαμε. Και μου το έδειχνε...Και μου γεννήθηκε η επιθυμία να τον δω. Έστω κι από μακριά. Και την επόμενη μέρα πέρασα από το μαγαζί, στήθηκα πάλι απέναντι στη βιτρίνα κι ένοιωσα πάλι όπως την πρώτη φορά που τον είδα. Έφυγε ξαφνικά και κατά την απουσία του έλαβα ένα μήνυμα στο κινητό:
"Είσαι σαν άγγελος ντυμένη έτσι στα λευκά... Ο άγγελός μου....."
Και συνειδητοποίησα πως δεν θα άκουγα ποτέ αυτά τα λόγια από τη φωνή του. Δεν θα με κοίταζε ποτέ στα μάτια λέγοντάς μου κάποτε τι πραγματικά σκέφτεται για μένα και τι νοιώθει. Στα ίσα. Έτσι απλά, ανθρώπινα. Δεν ήταν ο άντρας που θα έλεγε ποτέ ωραία λόγια σε μια γυναίκα. Μπορεί να τα σκεφτόταν, ίσως να τα ένοιωθε μα δεν θα γίνονταν ποτέ λέξεις στα χείλη του για να τις εκφράσει.
Φοβόταν. Κι όταν το βράδυ του το είπα με ένα εμαιλ η απάντηση που έλαβα ήταν:
"Αυτό που δεν ξέρεις για μένα είναι ότι είμαι δειλός".
Και έμεινα να κοιτάω σαν χαζή την οθόνη. Ψέμματα μου έλεγε. Αποκλείεται!
Πως ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να μπορούσε να το ομολογήσει; Πως ήταν δυνατόν κάποιος που έχει καρδιά μέσα του να φοβάται να πει ό,τι πιο ανθρώπινο σε κάποιον που ήξερε πως τον νοιάζεται, πως τον θέλει και πως έχει παλέψει για να μείνει δίπλα του; Μπα....αδύνατον. Ήταν απλά μια κουβέντα της στιγμής.
Μια κουβέντα που θα έβγαινε πολύ αληθινή λίγα χρόνια αργότερα. Όταν η λογική θα απαιτούσε απαντήσεις.
Μια ακόμα σύμπτωση ήρθε να μου δώσει μια μεγάλη χαρά. Επισκεπτόμενη μια φίλη μου εντελώς ξαφνικά, κάπου κοντά στην Κόρινθο, της ζήτησα να μπω στο ίντερνετ. Μάλλον από διαίσθηση ξανά. Είχα πάρει ένα εμαιλ του, που μου έγραφε πως έφευγε για έκτακτη δουλειά στην Αθήνα το επόμενο πρωί γιαυτό και ίσως να μην προλάβαινε να μπει το βράδυ. Μόλις του απάντησα πως είμαι κοντά στην Κόρινθο σχεδιάσαμε να συναντηθούμε για δέκα λεπτά. Τόσο θα μπορούσε μόνο να δικαιολογήσει τη στάση που συνήθιζε να κάνει, και βάζοντας και τη διαδρομή που θα τον έβγαζε από το δρόμο του, τα περιθώρια ήταν πολύ στενότερα από όσο φανταζόμασταν.
Και συναντηθήκαμε.
Και πήγαμε την πρώτη μας βόλτα στη θάλασσα.
Κι ήπιαμε τον πρώτο μας καφέ.
Μάλλον είχαμε ξεκινήσει ανάποδα εμείς. Μα δεν μας ένοιαζε. Εκεί μιλήσαμε για όσα προβλήματα αντιμετώπιζε με το νέο μαγαζί, μου εξήγησε γιατί ήταν συννεφιασμένος τις τελευταίες μέρες, και μόλις τον είδα να χαμογελάει ήμουν πια σίγουρη πως η Γη γυρίζει.
Εκεί μου ανοίχτηκε...Είδα έναν άντρα που έχει μάθει να ζει με μυστικά, γιατί οτιδήποτε άλλο ήταν παραδοχή αδυναμίας.
Είδα έναν άντρα που πίσω από τα τείχη που κρυβόταν, έτρεμε σαν το φύλο αν κάποιος απέξω επέμενε να του χτυπά για να τον πλησιάσει....
Στην επιστροφή μέχρι το αυτοκίνητο, μου έπιασε δειλά το χέρι. Ήμασταν ακόμα ένα ερωτευμένο ζευγάρι ανάμεσα στα τόσα που περπατούσαν στην παραλία, μα για μας δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μονάχα εμείς.
Είπαμε απίστευτες κοινότυπες φράσεις ερωτευμένων, μα σαν το νοιώθεις, είναι απλά χαμένοι θησαυροί που ψάχνουν τον ιδιοκτήτη τους.
Ένοιωθα πως μου συνέβαινε κάτι πολύ σημαντικό..... και ήξερα πως το μοιραζόμασταν και αυτό....
Εκείνη η συνάντηση βοήθησε και τους δυό μας. Σε εκείνον τόνωσε την αισιοδοξία του πως είχαμε πολλά πράγματα να ζήσουμε μαζί ακόμα και μου το μετέδιδε με κάθε του λέξη, και σε μένα.... σε μένα απλά επιβεβαίωσε ότι δεν έφταιγαν τα πολλά Άρλεκιν που διάβαζα μικρή:
Ο Έρωτας όταν συμβαίνει και μοιράζεται είναι Ευτυχία.....
"Εμείς δεν μπορούμε να είμαστε χωριστά.... Ξέχασέ το αυτό...... Η ζωή και των δύο μας άλλαξε και είναι καιρός να το πάρεις απόφαση."
Κι εγώ που δεν του χάλασα χατήρι ποτέ, το έκανα.....
Έτσι αυτή η συνάντηση, έμεινε ως η πιο όμορφη ανάμνησή μου από εκείνον.... Σε κάθε δυσκολία, σε κάθε άσχημη στιγμή, ήταν απλά ικανή να με κάνει να χαμογελάσω και να μου δίνει δύναμη να συνεχίσω σε ό,τι πίστευα ότι άξιζε.....
"You,
You touch my hand and I sing
You made me feel like a king
That's when I tell you I love you
But you, you told you'd leave wild, you see
You take your pain out on me
That's when we say it's all over
We're making up again and we're breaking up again
Tell it all your friends , we are back at home......"
Τον συνάντησα κάποιες φορές με το αυτοκίνητο. Εμείς που δεν συναντιόμασταν ποτέ τυχαία, εκείνες τις μέρες το τυχαίο μας κυνηγούσε. Απέφευγα να μπαίνω στο ίντερνετ, κλείστηκα εντελώς, κι έχω την εντύπωση πως τιμωρούσα τον εαυτό μου. Έψαχνα μια εξιλέωση, κάτι που να με κάνει να νοιώσω καλά για ό,τι φριχτό είχα κάνει σε όσους με εμπιστεύονταν και με αγαπούσαν.
Πίστευα πως ο χρόνος θα βοηθήσει, θα ξεχαστεί, όλα θα ξαναγίνονταν όπως παλιά. Μα γελάστηκα. Πως πείθεις τον εαυτό σου πως κάτι που έζησες κι ήταν τόσο όμορφο όσο ένα όνειρο, ότι θα μπορούσε να λείψει από τη ζωή σου και να μην σου στοιχίσει; Πως όταν έχεις γνωρίσει το όνειρο, γυρίζεις εθελοντικά στην πραγματικότητα;
Έφευγε το καλοκαίρι κι εγώ από τη μία έλεγα πως είμαι καλά γιατί έτσι έπρεπε να είμαι κι από την άλλη είχα κρεμάσει μούτρα στον εαυτό μου γιατί με έβαζε να απαρνηθώ κάτι που ήθελα. Έγιναν πολλά τότε. Η σχέση μου με τον πατέρα μου και οι συζητήσεις για το τι θα συνέβαινε με το μαγαζί πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Είχα χάσει τη διπλωματία μου γιατί απλά είχα χάσει και το κέφι μου.
Μέχρι που ένα βράδυ μου έστειλε ένα μήνυμα......:
"Καλησπέρα....Ήθελα απλώς να μάθω τι κάνεις. Είσαι καλά;"
Και στην απέναντι οθόνη η καρδιά μου το μετέφραζε: " Μίλησέ μου. Αντέχεις να το συνεχίζεις; " Τι απίστευτες δικαιολογίες μπορούν να εφεύρουν οι ερωτευμένοι αλήθεια.......!
Έτσι έγινε η μυστική μας συμφωνία. Όση κι αν ήταν η απουσία, έφτανε μόνο μια λέξη για να ξεκινήσουμε πάντα από εκεί που μείναμε.
Δεν χρειαζόταν προλόγους, ούτε ιδιαίτερη σκέψη. Υπήρχε η διάθεση να αντέχεις την απουσία; Και δεν άντεχα. Και αφέθηκα. Μετά από πολύ σκέψη επέτρεπα στον εαυτό μου να κάνει το λάθος του όσο πιο σωστά νόμιζε. Όλη τη νύχτα η αισιοδοξία του με βοήθησε αφάνταστα. Μου είχε λείψει το χιούμορ του, η θετική διάθεση. Ήξερε να κάνει μαγικά και μπορούσε να με κάνει να χαμογελάσω...
Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, επέτρεψα σε κάποιον να με βοηθήσει να σηκωθώ.
Στηρίχτηκα σε εκείνο το χαμόγελο που φανταζόμουν πως έχει κοιτάζοντας την οθόνη. Άφησα να με επηρεάσει η διάθεση κάποιου ξένου, και αφέθηκα να γεύομαι ότι μπορούσε η αισιοδοξία του, το κέφι του και η όμορφη διάθεσή του να μου προσφέρει.
Ήταν χαρούμενος πολύ που ξαναμιλήσαμε. Και μου το έδειχνε...Και μου γεννήθηκε η επιθυμία να τον δω. Έστω κι από μακριά. Και την επόμενη μέρα πέρασα από το μαγαζί, στήθηκα πάλι απέναντι στη βιτρίνα κι ένοιωσα πάλι όπως την πρώτη φορά που τον είδα. Έφυγε ξαφνικά και κατά την απουσία του έλαβα ένα μήνυμα στο κινητό:
"Είσαι σαν άγγελος ντυμένη έτσι στα λευκά... Ο άγγελός μου....."
Και συνειδητοποίησα πως δεν θα άκουγα ποτέ αυτά τα λόγια από τη φωνή του. Δεν θα με κοίταζε ποτέ στα μάτια λέγοντάς μου κάποτε τι πραγματικά σκέφτεται για μένα και τι νοιώθει. Στα ίσα. Έτσι απλά, ανθρώπινα. Δεν ήταν ο άντρας που θα έλεγε ποτέ ωραία λόγια σε μια γυναίκα. Μπορεί να τα σκεφτόταν, ίσως να τα ένοιωθε μα δεν θα γίνονταν ποτέ λέξεις στα χείλη του για να τις εκφράσει.
Φοβόταν. Κι όταν το βράδυ του το είπα με ένα εμαιλ η απάντηση που έλαβα ήταν:
"Αυτό που δεν ξέρεις για μένα είναι ότι είμαι δειλός".
Και έμεινα να κοιτάω σαν χαζή την οθόνη. Ψέμματα μου έλεγε. Αποκλείεται!
Πως ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να μπορούσε να το ομολογήσει; Πως ήταν δυνατόν κάποιος που έχει καρδιά μέσα του να φοβάται να πει ό,τι πιο ανθρώπινο σε κάποιον που ήξερε πως τον νοιάζεται, πως τον θέλει και πως έχει παλέψει για να μείνει δίπλα του; Μπα....αδύνατον. Ήταν απλά μια κουβέντα της στιγμής.
Μια κουβέντα που θα έβγαινε πολύ αληθινή λίγα χρόνια αργότερα. Όταν η λογική θα απαιτούσε απαντήσεις.
Μια ακόμα σύμπτωση ήρθε να μου δώσει μια μεγάλη χαρά. Επισκεπτόμενη μια φίλη μου εντελώς ξαφνικά, κάπου κοντά στην Κόρινθο, της ζήτησα να μπω στο ίντερνετ. Μάλλον από διαίσθηση ξανά. Είχα πάρει ένα εμαιλ του, που μου έγραφε πως έφευγε για έκτακτη δουλειά στην Αθήνα το επόμενο πρωί γιαυτό και ίσως να μην προλάβαινε να μπει το βράδυ. Μόλις του απάντησα πως είμαι κοντά στην Κόρινθο σχεδιάσαμε να συναντηθούμε για δέκα λεπτά. Τόσο θα μπορούσε μόνο να δικαιολογήσει τη στάση που συνήθιζε να κάνει, και βάζοντας και τη διαδρομή που θα τον έβγαζε από το δρόμο του, τα περιθώρια ήταν πολύ στενότερα από όσο φανταζόμασταν.
Και συναντηθήκαμε.
Και πήγαμε την πρώτη μας βόλτα στη θάλασσα.
Κι ήπιαμε τον πρώτο μας καφέ.
Μάλλον είχαμε ξεκινήσει ανάποδα εμείς. Μα δεν μας ένοιαζε. Εκεί μιλήσαμε για όσα προβλήματα αντιμετώπιζε με το νέο μαγαζί, μου εξήγησε γιατί ήταν συννεφιασμένος τις τελευταίες μέρες, και μόλις τον είδα να χαμογελάει ήμουν πια σίγουρη πως η Γη γυρίζει.
Εκεί μου ανοίχτηκε...Είδα έναν άντρα που έχει μάθει να ζει με μυστικά, γιατί οτιδήποτε άλλο ήταν παραδοχή αδυναμίας.
Είδα έναν άντρα που πίσω από τα τείχη που κρυβόταν, έτρεμε σαν το φύλο αν κάποιος απέξω επέμενε να του χτυπά για να τον πλησιάσει....
Στην επιστροφή μέχρι το αυτοκίνητο, μου έπιασε δειλά το χέρι. Ήμασταν ακόμα ένα ερωτευμένο ζευγάρι ανάμεσα στα τόσα που περπατούσαν στην παραλία, μα για μας δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μονάχα εμείς.
Είπαμε απίστευτες κοινότυπες φράσεις ερωτευμένων, μα σαν το νοιώθεις, είναι απλά χαμένοι θησαυροί που ψάχνουν τον ιδιοκτήτη τους.
Ένοιωθα πως μου συνέβαινε κάτι πολύ σημαντικό..... και ήξερα πως το μοιραζόμασταν και αυτό....
Εκείνη η συνάντηση βοήθησε και τους δυό μας. Σε εκείνον τόνωσε την αισιοδοξία του πως είχαμε πολλά πράγματα να ζήσουμε μαζί ακόμα και μου το μετέδιδε με κάθε του λέξη, και σε μένα.... σε μένα απλά επιβεβαίωσε ότι δεν έφταιγαν τα πολλά Άρλεκιν που διάβαζα μικρή:
Ο Έρωτας όταν συμβαίνει και μοιράζεται είναι Ευτυχία.....
"Εμείς δεν μπορούμε να είμαστε χωριστά.... Ξέχασέ το αυτό...... Η ζωή και των δύο μας άλλαξε και είναι καιρός να το πάρεις απόφαση."
Κι εγώ που δεν του χάλασα χατήρι ποτέ, το έκανα.....
Έτσι αυτή η συνάντηση, έμεινε ως η πιο όμορφη ανάμνησή μου από εκείνον.... Σε κάθε δυσκολία, σε κάθε άσχημη στιγμή, ήταν απλά ικανή να με κάνει να χαμογελάσω και να μου δίνει δύναμη να συνεχίσω σε ό,τι πίστευα ότι άξιζε.....
"You,
You touch my hand and I sing
You made me feel like a king
That's when I tell you I love you
But you, you told you'd leave wild, you see
You take your pain out on me
That's when we say it's all over
We're making up again and we're breaking up again
Tell it all your friends , we are back at home......"
Το σωστό
Και ξαναγύρισε η ζωή στα φυσιολογικά της... Μια Κυριακή με την οικογένειά του ο καθένας...
Δεν κατάφερα να κοιτάξω άνθρωπο στα μάτια εκείνη την ημέρα. Στο φως της ημέρας όλα έμοιαζαν παράλογα. Και η λογική μου με έστησε στον τοίχο. Πάλευα να βρω δικαιολογίες μα ήταν όλες πολύ φτηνές. Και δεν άξιζαν να τις πω σε κανέναν. Γιατί το έκανα ούτε στον εαυτό μου μπορούσα να εξηγήσω.
Πως εξηγείς τι κάνει η καρδιά σου όταν ρωτά το μυαλό σου; Μπορείς να τα κάνεις αυτά τα δύο να συμβαδίσουν, μα κυρίως να συμφωνήσουν ποτέ; Εγώ δεν τα κατάφερα ούτε μια στιγμή...
Η τόσο λογική, τυπική, ευγενική κυρία που ήξεραν όλοι, δεν υπολόγισε ούτε μια στιγμή ότι κάποια που φορούσε τη βέρα με το όνομα του Αναστάσιου στο χέρι της, μετρώντας μέρες που θα έφερνε το παιδί του στον κόσμο, έχοντας ένα πολύ σοβαρό όνομα, μια οικογένεια πανέμορφη δίπλα της, τα είχε αφήσει όλα πίσω της.
Χίλιες λογικές να είχα, μία θα μου φώναζε να ξυπνήσω και να σκεφτώ για μια στιγμή τι έκανα. Μα ήταν απούσες όλες....
Ήμουν θυμωμένη με μένα. Με κατηγορούσα, με τιμωρούσα με λόγια που δεν νομίζω ότι θα τα ακούσω ποτέ από χείλη ανθρώπου. Θεωρούσα απαράδεκτο τα όσα δέχτηκα να κάνω, να μοιραστώ. Θεωρούσα απαράδεκτο τα όσα είχα επιτρέψει να συμβούν. Δεν ήμουν έτσι εγώ. Δεν έλεγα ποτέ ψέμματα. Δεν έκρυβα ποτέ από όσους αγαπούσα τίποτα. Είχα μάθει πάντα να τα μοιράζομαι όλα. Γιαυτό και όσοι με γνώριζαν ή με αγαπούσαν ή με μισούσαν θανάσιμα. Δεν υπήρχε μέση λύση.
Και τι ειρωνεία.... το ίδιο ένοιωθε κι αυτός. Δεν μου είχε πει τίποτα. Το αισθανόμουν όμως. Από τη μια απέραντη ευτυχία για τα όσα είχαν συμβεί. Λέξεις που απουσίασαν και πήραν τη θέση τους πράξεις μαγικές που δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν ομορφότερα πως ό,τι είχε γίνει δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ποτέ χυδαίο.
Τύψεις......ενοχές......ντροπή.
Τα "πρέπει" απέναντι στα "θέλω".
Η ημέρα με τη λογική της απέναντι στη νύχτα με την λαχτάρα μιας λέξης.....Κι όταν σκοτείνιαζε, μετρούσαμε και οι δύο τις στιγμές που θα μπορούσαμε να πούμε κάτι που αυτόματα θα έφερνε στο μυαλό μας την πρώτη μας νύχτα μαζί. Να μοιραστούμε ξανά την ανάμνησημε τη γλύκα του έρωτα και την λαχτάρα της επανάληψης.
Μα κάποια στιγμή δεν άντεξα.Είπα για όσα ντρεπόμουν, για όσα φοβόμουν. Εγώ θεωρούσα ότι είμαι δίκαιη με όλους κι εκείνος θεωρούσε πως είμαι πολύ αυστηρή με μένα. Μα και πάλι αυτό δεν μετρίαζε την ντροπή μου. Εκείνος ήταν παντρεμένος με κάποια που έφερνε στον κόσμο το παιδί τους, κι εγώ δεν είχα κανένα δικαίωμα να ταράξω την οικογένειά μου γιατί έτσι απλά η καρδιά μου αποφάσισε να ζήσει κάτι.
Οι μέρες περνούσαν με μένα ανάμεσα σε αυστηρή κριτική και στην τετράγωνη λογική που μέχρι τότε διέθετα. Και με νίκησαν.
Και του ζήτησα να χωρίσουμε μέσα από ένα εμαιλ.......
"Σα να μιλώ στον εαυτό μου σου μιλώ,
φίλε μου ντρέπομαι αλλά την αγαπάω
είναι τα λάθη της σε βάρος μου πολλά,
μα η αγάπη με έχει ρίξει χαμηλά...
Αν είν' η αγάπη φονικό, πάνε και σκοτώσέ τη....
Μα αν είναι θείο ιδανικό, σκύψε προσκύνησέ την...."
Δεν κατάφερα να κοιτάξω άνθρωπο στα μάτια εκείνη την ημέρα. Στο φως της ημέρας όλα έμοιαζαν παράλογα. Και η λογική μου με έστησε στον τοίχο. Πάλευα να βρω δικαιολογίες μα ήταν όλες πολύ φτηνές. Και δεν άξιζαν να τις πω σε κανέναν. Γιατί το έκανα ούτε στον εαυτό μου μπορούσα να εξηγήσω.
Πως εξηγείς τι κάνει η καρδιά σου όταν ρωτά το μυαλό σου; Μπορείς να τα κάνεις αυτά τα δύο να συμβαδίσουν, μα κυρίως να συμφωνήσουν ποτέ; Εγώ δεν τα κατάφερα ούτε μια στιγμή...
Η τόσο λογική, τυπική, ευγενική κυρία που ήξεραν όλοι, δεν υπολόγισε ούτε μια στιγμή ότι κάποια που φορούσε τη βέρα με το όνομα του Αναστάσιου στο χέρι της, μετρώντας μέρες που θα έφερνε το παιδί του στον κόσμο, έχοντας ένα πολύ σοβαρό όνομα, μια οικογένεια πανέμορφη δίπλα της, τα είχε αφήσει όλα πίσω της.
Χίλιες λογικές να είχα, μία θα μου φώναζε να ξυπνήσω και να σκεφτώ για μια στιγμή τι έκανα. Μα ήταν απούσες όλες....
Ήμουν θυμωμένη με μένα. Με κατηγορούσα, με τιμωρούσα με λόγια που δεν νομίζω ότι θα τα ακούσω ποτέ από χείλη ανθρώπου. Θεωρούσα απαράδεκτο τα όσα δέχτηκα να κάνω, να μοιραστώ. Θεωρούσα απαράδεκτο τα όσα είχα επιτρέψει να συμβούν. Δεν ήμουν έτσι εγώ. Δεν έλεγα ποτέ ψέμματα. Δεν έκρυβα ποτέ από όσους αγαπούσα τίποτα. Είχα μάθει πάντα να τα μοιράζομαι όλα. Γιαυτό και όσοι με γνώριζαν ή με αγαπούσαν ή με μισούσαν θανάσιμα. Δεν υπήρχε μέση λύση.
Και τι ειρωνεία.... το ίδιο ένοιωθε κι αυτός. Δεν μου είχε πει τίποτα. Το αισθανόμουν όμως. Από τη μια απέραντη ευτυχία για τα όσα είχαν συμβεί. Λέξεις που απουσίασαν και πήραν τη θέση τους πράξεις μαγικές που δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν ομορφότερα πως ό,τι είχε γίνει δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ποτέ χυδαίο.
Τύψεις......ενοχές......ντροπή.
Τα "πρέπει" απέναντι στα "θέλω".
Η ημέρα με τη λογική της απέναντι στη νύχτα με την λαχτάρα μιας λέξης.....Κι όταν σκοτείνιαζε, μετρούσαμε και οι δύο τις στιγμές που θα μπορούσαμε να πούμε κάτι που αυτόματα θα έφερνε στο μυαλό μας την πρώτη μας νύχτα μαζί. Να μοιραστούμε ξανά την ανάμνησημε τη γλύκα του έρωτα και την λαχτάρα της επανάληψης.
Μα κάποια στιγμή δεν άντεξα.Είπα για όσα ντρεπόμουν, για όσα φοβόμουν. Εγώ θεωρούσα ότι είμαι δίκαιη με όλους κι εκείνος θεωρούσε πως είμαι πολύ αυστηρή με μένα. Μα και πάλι αυτό δεν μετρίαζε την ντροπή μου. Εκείνος ήταν παντρεμένος με κάποια που έφερνε στον κόσμο το παιδί τους, κι εγώ δεν είχα κανένα δικαίωμα να ταράξω την οικογένειά μου γιατί έτσι απλά η καρδιά μου αποφάσισε να ζήσει κάτι.
Οι μέρες περνούσαν με μένα ανάμεσα σε αυστηρή κριτική και στην τετράγωνη λογική που μέχρι τότε διέθετα. Και με νίκησαν.
Και του ζήτησα να χωρίσουμε μέσα από ένα εμαιλ.......
"Σα να μιλώ στον εαυτό μου σου μιλώ,
φίλε μου ντρέπομαι αλλά την αγαπάω
είναι τα λάθη της σε βάρος μου πολλά,
μα η αγάπη με έχει ρίξει χαμηλά...
Αν είν' η αγάπη φονικό, πάνε και σκοτώσέ τη....
Μα αν είναι θείο ιδανικό, σκύψε προσκύνησέ την...."
Η αμαρτία
Δεν τον ρώτησα τίποτα...Έβαλα μόνο την παλάμη μου στην καρδιά του επάνω, ήμουν πια σίγουρη ως κάτι ένοιωθε πραγματικά. Έπιασα το χέρι του κι είδα πως και η δική του παλάμη ήταν ιδρωμένη. Τον κοίταζα στα μάτια που ήταν πιο μαύρα κι από τη νύχτα γύρω μας, κι έβλεπα την ίδια αμηχανία που ένοιωθα κι εγώ.
Δεν θυμάμαι να μιλήσαμε. Θυμάμαι όμως πως το σώμα του δίπλα στο δικό μου δήλωνε πως ήταν η πρώτη μου φορά που ένοιωθα συνειδητά κάτι. Με όλη μου τη λογική κι όχι με την παιδική τρέλλα της νιότης μου. Δεν είχα ανάγκη να μου επιβεβαιώσει τίποτα. Ήμουν σίγουρη πως ήταν ακριβώς το κομμάτι του παζλ που έλειπε από μια τέλεια εικόνα. Και οι δυο μας το είχαμε βάλει στη θέση του.
Κανένα άλλο αντρικό κορμί δεν είχε τέτοιο άγγιγμα κάτω από τα δάχτυλά μου. Καμμιά ανάσα που πέρασε από τη ζωή μου, δεν με ζέστανε τόσο πολύ. Καμμία αγκαλιά δεν με χώρεσε ποτέ πριν...Ήταν από τις φορές εκείνες που περιγράφουν τα Άρλεκιν, που ό,τι είσαι, καθρεφτίζεται σε έναν άνθρωπο εντελώς διαφορετικό από σένα, κι αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν. Ήταν που δεν χρειαζόσουν λόγια για να ακούσεις και να κρίνεις αν ο άλλος λέει αλήθεια ή ψέμματα.
Ήταν που οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν ότι νοιώθουμε ακριβώς το ίδιο, μια στιγμή μοναδική που την μοιράζεσαι με κάποιον με την ίδια ψυχή, το ίδιο πάθος και ακριβώς το ίδιο συναίσθημα.
Βρεθήκαμε εκεί, από συμπτώσεις, χωρίς να το έχουμε σκεφτεί ή να το έχουμε ομολογήσει. Δεν το είχαμε καν σχεδιάσει. Και δεν νομίζω να το είχαμε καν φανταστεί. Και μέσα από την αμηχανία και την ντροπή, κάνεις δειλά τα βήματά σου χωρίς να ξέρεις που μπορεί να σε οδηγήσουν.
Από τις ελάχιστες φορές που βρεθήκαμε μαζί και οι δύο, εγωιστές, για να μοιραστούμε κάτιπου δεν ξέραμε ότι έκαιγε.
Ήταν το πρώτο μας βράδυ μαζί.
Μα...στους παράνομες εραστές, η μέρα είναι ο χειρότερος εχθρός. Και κύλησαν οι ώρες σαν στιγμές, κι έπρεπε να φύγει. Ήμουν τόσο γεμάτη από την παρουσία του, από την εκδήλωση των συναισθημάτων του, ένοιωθα τόσο δυνατή πια, που τίποτα δεν με φόβιζε. Κι έμεινα να αγγίζω το σχήμα του κορμιού του στα σεντόνια με τις ροζ βιολέτες...
Λάτρεψα ό,τι είχε αγγίξει, το χώμα που πατούσε, λάτρευα το χώρο που είχε το άρωμά του, στον καναπέ που έκατσε πίνοντας το χυμό πορτοκάλι, έγινε η αγαπημένη μεριά. Κράτησα μέχρι και το ποτήρι που άγγιξε....για πολύ καιρό...
Από τα πολλά βράδυα που δεν κοιμήθηκα και από τα σπάνια που χαμογελούσα όσο ήμασταν μαζί. Εκείνος έφευγε σε λίγες ώρες για ταξίδι, κι εγώ από εκείνο το βράδυ ζούσα για πολύ καιρό το γεγονός ότι έγινε η τελευταία μου σκέψη το βράδυ και η πρώτη μου σκέψη το πρωί.....
Λίγες ώρες μετά ήρθε το τελευταίο μήνυμα της Κυριακής:
"Τριγυρίζεις συνεχώς στη σκέψη μου.... Είσαι στο μυαλό και στην καρδιά μου... Σ'αγαπώ... Μη μου απαντήσεις, δεν είμαι μόνος...."
Στο γάμο, συνοδευόμενος από τη σύζυγο, τόλμησε και έστειλε ένα μήνυμα σε κάποια που έλεγε πως αγαπούσε. Και αισθανόμουν ευτυχισμένη. Όχι τόσο για το περιεχόμενο του μηνύματος. Αλλά για την πρώτη του μικρή επανάσταση. Αυτήν που του όριζε το συναίσθημα:
Να κάνει μια φορά αυτό που θέλει εκείνος κόντρα σε όλους και όλα.
"Του πόθου τ' αγρίμι
Δεν τρώει δεν πίνει δεν ξαποσταίνει
Πεινάει για σένα, διψάει για μένα και περιμένει.....
Σε θέλω στο πλευρό μου ακοίμητο φρουρό μου
με το φιλί με το σπαθί το δράκο να σκοτώσεις και νάρθεις να με σώσεις
από τη ζωή μου την κλειστή
Τι δεν θάδινα το γύρο του κορμιού σου να ξανάκανα
κι ας χανόμουνα στη λάβα την καυτή και στα παγόβουνα....
Αν μ' αγαπάς, μη μου το πεις.... αφού το ξέρω τρεις φορές θα μ'αρνηθείς....."
Δεν θυμάμαι να μιλήσαμε. Θυμάμαι όμως πως το σώμα του δίπλα στο δικό μου δήλωνε πως ήταν η πρώτη μου φορά που ένοιωθα συνειδητά κάτι. Με όλη μου τη λογική κι όχι με την παιδική τρέλλα της νιότης μου. Δεν είχα ανάγκη να μου επιβεβαιώσει τίποτα. Ήμουν σίγουρη πως ήταν ακριβώς το κομμάτι του παζλ που έλειπε από μια τέλεια εικόνα. Και οι δυο μας το είχαμε βάλει στη θέση του.
Κανένα άλλο αντρικό κορμί δεν είχε τέτοιο άγγιγμα κάτω από τα δάχτυλά μου. Καμμιά ανάσα που πέρασε από τη ζωή μου, δεν με ζέστανε τόσο πολύ. Καμμία αγκαλιά δεν με χώρεσε ποτέ πριν...Ήταν από τις φορές εκείνες που περιγράφουν τα Άρλεκιν, που ό,τι είσαι, καθρεφτίζεται σε έναν άνθρωπο εντελώς διαφορετικό από σένα, κι αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν. Ήταν που δεν χρειαζόσουν λόγια για να ακούσεις και να κρίνεις αν ο άλλος λέει αλήθεια ή ψέμματα.
Ήταν που οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν ότι νοιώθουμε ακριβώς το ίδιο, μια στιγμή μοναδική που την μοιράζεσαι με κάποιον με την ίδια ψυχή, το ίδιο πάθος και ακριβώς το ίδιο συναίσθημα.
Βρεθήκαμε εκεί, από συμπτώσεις, χωρίς να το έχουμε σκεφτεί ή να το έχουμε ομολογήσει. Δεν το είχαμε καν σχεδιάσει. Και δεν νομίζω να το είχαμε καν φανταστεί. Και μέσα από την αμηχανία και την ντροπή, κάνεις δειλά τα βήματά σου χωρίς να ξέρεις που μπορεί να σε οδηγήσουν.
Από τις ελάχιστες φορές που βρεθήκαμε μαζί και οι δύο, εγωιστές, για να μοιραστούμε κάτιπου δεν ξέραμε ότι έκαιγε.
Ήταν το πρώτο μας βράδυ μαζί.
Μα...στους παράνομες εραστές, η μέρα είναι ο χειρότερος εχθρός. Και κύλησαν οι ώρες σαν στιγμές, κι έπρεπε να φύγει. Ήμουν τόσο γεμάτη από την παρουσία του, από την εκδήλωση των συναισθημάτων του, ένοιωθα τόσο δυνατή πια, που τίποτα δεν με φόβιζε. Κι έμεινα να αγγίζω το σχήμα του κορμιού του στα σεντόνια με τις ροζ βιολέτες...
Λάτρεψα ό,τι είχε αγγίξει, το χώμα που πατούσε, λάτρευα το χώρο που είχε το άρωμά του, στον καναπέ που έκατσε πίνοντας το χυμό πορτοκάλι, έγινε η αγαπημένη μεριά. Κράτησα μέχρι και το ποτήρι που άγγιξε....για πολύ καιρό...
Από τα πολλά βράδυα που δεν κοιμήθηκα και από τα σπάνια που χαμογελούσα όσο ήμασταν μαζί. Εκείνος έφευγε σε λίγες ώρες για ταξίδι, κι εγώ από εκείνο το βράδυ ζούσα για πολύ καιρό το γεγονός ότι έγινε η τελευταία μου σκέψη το βράδυ και η πρώτη μου σκέψη το πρωί.....
Λίγες ώρες μετά ήρθε το τελευταίο μήνυμα της Κυριακής:
"Τριγυρίζεις συνεχώς στη σκέψη μου.... Είσαι στο μυαλό και στην καρδιά μου... Σ'αγαπώ... Μη μου απαντήσεις, δεν είμαι μόνος...."
Στο γάμο, συνοδευόμενος από τη σύζυγο, τόλμησε και έστειλε ένα μήνυμα σε κάποια που έλεγε πως αγαπούσε. Και αισθανόμουν ευτυχισμένη. Όχι τόσο για το περιεχόμενο του μηνύματος. Αλλά για την πρώτη του μικρή επανάσταση. Αυτήν που του όριζε το συναίσθημα:
Να κάνει μια φορά αυτό που θέλει εκείνος κόντρα σε όλους και όλα.
"Του πόθου τ' αγρίμι
Δεν τρώει δεν πίνει δεν ξαποσταίνει
Πεινάει για σένα, διψάει για μένα και περιμένει.....
Σε θέλω στο πλευρό μου ακοίμητο φρουρό μου
με το φιλί με το σπαθί το δράκο να σκοτώσεις και νάρθεις να με σώσεις
από τη ζωή μου την κλειστή
Τι δεν θάδινα το γύρο του κορμιού σου να ξανάκανα
κι ας χανόμουνα στη λάβα την καυτή και στα παγόβουνα....
Αν μ' αγαπάς, μη μου το πεις.... αφού το ξέρω τρεις φορές θα μ'αρνηθείς....."
Μία ακόμα σύμπτωση
Ήταν Παρασκευή θυμάμαι. Μου ζήτησε να μιλήσουμε απευθείας από το Mirc και χάρηκα για το ρίσκο που έπαιρνε για μένα. Κατά διαβολική σύμπτωση (υπάρχουν ναι...πολλές από αυτές) δεν ρώτησα τι κάνει ο κόσμος... Μιλούσαμε μέχρι σχεδόν που ξημέρωσε παρά το γεγονός ότι είπα πολλές φορές καληνύχτα γιατί εκείνος την άλλη μέρα δούλευε. Δεν μπορώ να θυμηθώ με τι γεμίζαμε τόσες ώρες. Μα όσο κι αν κρατούσε η συνομιλία, κι εκείνος κι εγώ το βρίσκαμε πολύ λίγο.
Την άλλη μέρα από τη δουλειά, τα μηνύματα έδιναν κι έπαιρναν. Μόνο που αυτή τη φορά υπήρχαν λέξεις μέσα σε αυτά που αφορούσαν σκέψεις, επιθυμίες μα και συναισθήματα. Και από εκείνον και από μένα. Μικρές λέξεις όπως "μωρό μου", "μάτια μου" αγαπημένες και μοναδικές, δήλωναν το κλίμα και τη διάθεση....
Αυτές οι τόσο τετριμμένες λέξεις μου έδειχναν και στο μέλλον τη διάθεσή του. Ήξερα πως αν δεν υπήρχαν απουσίαζαν όχι από λάθος αλλά από αρνητική ενέργεια λόγω κάποιου προβλήματος κι ήξερα ότι συνέβαινε κάτι που απλά ήταν ζήτημα χρόνου για να με ενημερώσει.
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι δυνατόν, έμαθα έναν άνθρωπο πίσω από λέξεις και γραμμές, έναν άνθρωπο που ήμουν σίγουρη πως μέχρι τότε το συναίσθημα θεωρούνταν αδυναμία κι ήξερε να το κρύβει πολύ καλά.
Έτσι ήταν μια μικρή γιορτή για μένα κάθε φορά που κατάφερναν τα λόγια μου ή οι πράξεις μου να ανοίξουν μια μικρή χαραμάδα στο τείχος που είχε φυλακίσει τον εαυτό του για να τον προστατέψει. Ό,τι μου έστελνε και δήλωνε το αίσθημά του, έγιναν φυλαχτά, μηνύματα που φύλαξα για χρόνια γιατί τα θεωρούσα πολύτιμα όχι από γυναικεία φιλαρέσκεια αλλά από περηφάνεια που ένας άντρας πάλευε να μάθει να αγαπάει.....Και μάθαινε για μένα...
Εκείνο μεσημέρι χτύπησε και το τηλέφωνο έτσι απροειδοποίητα. Κι όταν είδα από την αναγνώριση ποιος ήταν άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου. Φοβήθηκα πως δεν ήταν για καλό, δεν είχαμε ξαναμιλήσει, δεν είχε πάρει ποτέ την πρωτοβουλία να μιλήσουμε γιατί υπήρχαν πάντα προβλήματα.....Μιλήσαμε κι όσο και αν τον ρώτησα τι και πως ήταν αυτό, δεν μου απάντησε. Μιλούσε γρήγορα, εγώ νόμιζα ότι ιαζόταν να κλείσει και αναρωτιόμουν γιατί με πήρε τότε.....
Το ίδιο βράδυ έμαθα πως προσπαθούσε να ρωτήσει τα πάντα πριν με φέρει σε δύσκολη θέση και πριν φτάσει στο σπίτι και δεν θα μπορούσα να μιλήσω. Τι χαζή που ήμουν......όλο λάθος συμπεράσματα έβγαζα.... Ήταν που δεν μου είχε ξανατύχει άντρας σαν κι αυτόν ή ήταν που η λογική στον έρωτα είναι ό,τι η φωτοβολίδα για την ομίχλη: Φωτίζει αλλά δεν διαλύει.......;;;Εκείνο το βράδυ μου έστειλε την καλησπέρα του από τις 9 το βράδυ. Πάλι παραξενεύτηκα, αν δεν πήγαινε 12 ποτέ δεν μιλούσαμε και το ότι είχαμε αφήσει ξανά τα εμαιλς στην άκρη έμοιαζε ξανά σαν μια μικρή γιορτή για μένα. Υπέθεσα απλά ότι ήταν η τυχερή μου μέρα.
Είχε πάει σχεδόν 2 τα ξημερώματα όταν τον ρώτησα τι θα έκανε την άλλη μέρα που ήταν Κυριακή. Μου είπε πως έπρεπε να πάει Αθήνα να παρεβρεθεί σε ένα γάμο και να φέρει και τον κόσμο πίσω. Όταν τον ρώτησα τι εννοεί "πίσω" μου είπε πως ο κόσμος έλειπε δύο μέρες.... κι έτσι πήρα απάντηση στις ερωτήσεις μου...Έτσι εξηγούνταν όλα λοιπόν....Και φυσικά δεν θα μπορούσε να κλείσει η βραδιά χωρίς μια σύμπτωση....: Και ο δικός μου κόσμος έλειπε στην Αθήνα...
"Κερνάς κόκα κόλα;"
"Ναι αμέ....."
Λες κι είχα το πολύ μυαλό....; 10 χρόνια ο κόσμος μου δεν έιχε λείψει ποτέ από το σπίτι. 30 χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μουδεν είχε λείψει ποτέ κόκα κόλα από το σπίτι. Εκείνο το βράδυ, δεν είχα κόκα κόλα.....Εκείνος όμως ήρθε.
Κι όταν στάθηκε απέναντί μου, άκουγα μόνο δύο καρδιές. Τόσο δυνατά που δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο.....
"Άγνωστη δίπλα μου θα ζεις
κι έτσι άγνωστη μ' αρέσεις...
Και τώρα οι δυο μας
γυναίκα εσύ που ποτέ δεν θα σε μάθω..."
Την άλλη μέρα από τη δουλειά, τα μηνύματα έδιναν κι έπαιρναν. Μόνο που αυτή τη φορά υπήρχαν λέξεις μέσα σε αυτά που αφορούσαν σκέψεις, επιθυμίες μα και συναισθήματα. Και από εκείνον και από μένα. Μικρές λέξεις όπως "μωρό μου", "μάτια μου" αγαπημένες και μοναδικές, δήλωναν το κλίμα και τη διάθεση....
Αυτές οι τόσο τετριμμένες λέξεις μου έδειχναν και στο μέλλον τη διάθεσή του. Ήξερα πως αν δεν υπήρχαν απουσίαζαν όχι από λάθος αλλά από αρνητική ενέργεια λόγω κάποιου προβλήματος κι ήξερα ότι συνέβαινε κάτι που απλά ήταν ζήτημα χρόνου για να με ενημερώσει.
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι δυνατόν, έμαθα έναν άνθρωπο πίσω από λέξεις και γραμμές, έναν άνθρωπο που ήμουν σίγουρη πως μέχρι τότε το συναίσθημα θεωρούνταν αδυναμία κι ήξερε να το κρύβει πολύ καλά.
Έτσι ήταν μια μικρή γιορτή για μένα κάθε φορά που κατάφερναν τα λόγια μου ή οι πράξεις μου να ανοίξουν μια μικρή χαραμάδα στο τείχος που είχε φυλακίσει τον εαυτό του για να τον προστατέψει. Ό,τι μου έστελνε και δήλωνε το αίσθημά του, έγιναν φυλαχτά, μηνύματα που φύλαξα για χρόνια γιατί τα θεωρούσα πολύτιμα όχι από γυναικεία φιλαρέσκεια αλλά από περηφάνεια που ένας άντρας πάλευε να μάθει να αγαπάει.....Και μάθαινε για μένα...
Εκείνο μεσημέρι χτύπησε και το τηλέφωνο έτσι απροειδοποίητα. Κι όταν είδα από την αναγνώριση ποιος ήταν άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου. Φοβήθηκα πως δεν ήταν για καλό, δεν είχαμε ξαναμιλήσει, δεν είχε πάρει ποτέ την πρωτοβουλία να μιλήσουμε γιατί υπήρχαν πάντα προβλήματα.....Μιλήσαμε κι όσο και αν τον ρώτησα τι και πως ήταν αυτό, δεν μου απάντησε. Μιλούσε γρήγορα, εγώ νόμιζα ότι ιαζόταν να κλείσει και αναρωτιόμουν γιατί με πήρε τότε.....
Το ίδιο βράδυ έμαθα πως προσπαθούσε να ρωτήσει τα πάντα πριν με φέρει σε δύσκολη θέση και πριν φτάσει στο σπίτι και δεν θα μπορούσα να μιλήσω. Τι χαζή που ήμουν......όλο λάθος συμπεράσματα έβγαζα.... Ήταν που δεν μου είχε ξανατύχει άντρας σαν κι αυτόν ή ήταν που η λογική στον έρωτα είναι ό,τι η φωτοβολίδα για την ομίχλη: Φωτίζει αλλά δεν διαλύει.......;;;Εκείνο το βράδυ μου έστειλε την καλησπέρα του από τις 9 το βράδυ. Πάλι παραξενεύτηκα, αν δεν πήγαινε 12 ποτέ δεν μιλούσαμε και το ότι είχαμε αφήσει ξανά τα εμαιλς στην άκρη έμοιαζε ξανά σαν μια μικρή γιορτή για μένα. Υπέθεσα απλά ότι ήταν η τυχερή μου μέρα.
Είχε πάει σχεδόν 2 τα ξημερώματα όταν τον ρώτησα τι θα έκανε την άλλη μέρα που ήταν Κυριακή. Μου είπε πως έπρεπε να πάει Αθήνα να παρεβρεθεί σε ένα γάμο και να φέρει και τον κόσμο πίσω. Όταν τον ρώτησα τι εννοεί "πίσω" μου είπε πως ο κόσμος έλειπε δύο μέρες.... κι έτσι πήρα απάντηση στις ερωτήσεις μου...Έτσι εξηγούνταν όλα λοιπόν....Και φυσικά δεν θα μπορούσε να κλείσει η βραδιά χωρίς μια σύμπτωση....: Και ο δικός μου κόσμος έλειπε στην Αθήνα...
"Κερνάς κόκα κόλα;"
"Ναι αμέ....."
Λες κι είχα το πολύ μυαλό....; 10 χρόνια ο κόσμος μου δεν έιχε λείψει ποτέ από το σπίτι. 30 χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μουδεν είχε λείψει ποτέ κόκα κόλα από το σπίτι. Εκείνο το βράδυ, δεν είχα κόκα κόλα.....Εκείνος όμως ήρθε.
Κι όταν στάθηκε απέναντί μου, άκουγα μόνο δύο καρδιές. Τόσο δυνατά που δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο.....
"Άγνωστη δίπλα μου θα ζεις
κι έτσι άγνωστη μ' αρέσεις...
Και τώρα οι δυο μας
γυναίκα εσύ που ποτέ δεν θα σε μάθω..."
Η διαπίστωση
Είχαμε αρχίσει δειλά δειλά τα πρώτα μηνύματα στο κινητό. Είχε διαδώσει ότι το κινητό είχε χαθεί, το έκρυβε όμως στην τσάντα ανοιχτό ώστε να μπορεί να μου στέλνει και να του στέλνω. Χαζά μηνύματα όπως το "τι κάνεις, που βρίσκεσαι, τι μαγείρεψες, ποιος ήρθε στο μαγαζί, τελείωσες την τάδε παραγγελία, πως αισθάνεσαι" μηνύματα γεμάτα αθωότητα, ενδιαφέρον και τρυφερότητα.
Κάποιες φορές, κάποια μηνύματα έμεναν αναπάντητα από τη μεριά του αφού υπήρχε κόσμος και έλεγχος και από τις υπαλλήλους και τον μπαμπά. Ώρες ατελείωτης αναμονής, που κάποιες φορές στο μέλλον θα έμοιαζαν με τη χειρότερη τιμωρία. Δεν είχαμε ξαναμιλήσει στο τηλέφωνο κι αναρωτιόμουν τελικά τι είναι φυσιολογικό σε μια τέτοια σχέση. Από την άλλη ήταν έκπληξη για μένα να ονομάζω κάτι τέτοιο "σχέση" και δεν ήταν κάτι που παραδέχτηκα γρήγορα ούτε στον εαυτό μου.
Κάποιο απόγευμα, πηγαίνοντας στη μεγάλη πόλη για κάποιες υποχρεώσεις και μη περιμένοντας μήνυμα μια και ο "κόσμος" θα ήταν στο μαγαζί και δεν μου επιτρεπόταν ούτε και σε μένα να στείλω, λαμβάνω το εξής:
"-Είσαι εδώ;
-Ναι, γιατί; Πως το ξέρεις;
-Θα περάσεις; Διαίσθηση...
-Είσαι τρελλός;
-Ναι...για σένα.... "
Και πέρασα... Στάθηκα στην απέναντι πλευρά του μαγαζιού, θαυμάζοντας την πινακίδα που είχε τα αγαπημένα μου χρώματα....και κοιτάζοντάς τον μέσα από τις βιτρίνες, έμοιαζα με μια εντελώς ηλίθια, που στεκόταν έτσι χωρίς λόγο να χαμογελάει στο .....κενό....
Κι όταν πλησίασε στο τζάμι, προσποιούμενος πως χαζεύει την κίνηση έξω, όλος ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει. Δεν άκουγα ούτε τα αυτοκίνητα, δεν πρόσεχα ούτε τον κόσμο, δεν πρόσεχα ούτε που είμαι εγώ ούτε εκείνος. Κοίταζα μόνο τα μάτια του, δύο κατάμαυρα μάτια μέσα από μια βιτρίνα κι ένοιωθα πως ήμουν μόνο εγώ και αυτός. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, ήμουν σίγουρη ότι νοιώθαμε το ίδιο πράγμα. Ήξερα τι σκεφτόταν, τι ήθελε, τι ευχόταν από μέσα του, γιατί απλά το ίδιο ακριβώς ήθελα κι εγώ.....
"Είμαι ερωτευμένη" ψέλλισα κι ο κύριος που πέρναγε από μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, φορτωμένος με σακούλες, σταυροκοπήθηκε...
Γιατί δίνουν στους τρελλούς άδεια να βολτάρουν;
Κι όταν είδα τον πατέρα του να πλησιάζει τη βιτρίνα, το έβαλα στα πόδια.
Φοβόμουν για εκείνον..... Ακόμα πιο πολύ πια...
"Πως θα γυρίζεις στ' άδειο σπίτι αργά τη νύχτα
ποιος θα σου φτιάχνει με φιλιά μια καληνύχτα
πως θα ξεχάσεις όλα εκείνα που πονάνε....
Για σένανε φοβάμαι...."
Κάποιες φορές, κάποια μηνύματα έμεναν αναπάντητα από τη μεριά του αφού υπήρχε κόσμος και έλεγχος και από τις υπαλλήλους και τον μπαμπά. Ώρες ατελείωτης αναμονής, που κάποιες φορές στο μέλλον θα έμοιαζαν με τη χειρότερη τιμωρία. Δεν είχαμε ξαναμιλήσει στο τηλέφωνο κι αναρωτιόμουν τελικά τι είναι φυσιολογικό σε μια τέτοια σχέση. Από την άλλη ήταν έκπληξη για μένα να ονομάζω κάτι τέτοιο "σχέση" και δεν ήταν κάτι που παραδέχτηκα γρήγορα ούτε στον εαυτό μου.
Κάποιο απόγευμα, πηγαίνοντας στη μεγάλη πόλη για κάποιες υποχρεώσεις και μη περιμένοντας μήνυμα μια και ο "κόσμος" θα ήταν στο μαγαζί και δεν μου επιτρεπόταν ούτε και σε μένα να στείλω, λαμβάνω το εξής:
"-Είσαι εδώ;
-Ναι, γιατί; Πως το ξέρεις;
-Θα περάσεις; Διαίσθηση...
-Είσαι τρελλός;
-Ναι...για σένα.... "
Και πέρασα... Στάθηκα στην απέναντι πλευρά του μαγαζιού, θαυμάζοντας την πινακίδα που είχε τα αγαπημένα μου χρώματα....και κοιτάζοντάς τον μέσα από τις βιτρίνες, έμοιαζα με μια εντελώς ηλίθια, που στεκόταν έτσι χωρίς λόγο να χαμογελάει στο .....κενό....
Κι όταν πλησίασε στο τζάμι, προσποιούμενος πως χαζεύει την κίνηση έξω, όλος ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει. Δεν άκουγα ούτε τα αυτοκίνητα, δεν πρόσεχα ούτε τον κόσμο, δεν πρόσεχα ούτε που είμαι εγώ ούτε εκείνος. Κοίταζα μόνο τα μάτια του, δύο κατάμαυρα μάτια μέσα από μια βιτρίνα κι ένοιωθα πως ήμουν μόνο εγώ και αυτός. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, ήμουν σίγουρη ότι νοιώθαμε το ίδιο πράγμα. Ήξερα τι σκεφτόταν, τι ήθελε, τι ευχόταν από μέσα του, γιατί απλά το ίδιο ακριβώς ήθελα κι εγώ.....
"Είμαι ερωτευμένη" ψέλλισα κι ο κύριος που πέρναγε από μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, φορτωμένος με σακούλες, σταυροκοπήθηκε...
Γιατί δίνουν στους τρελλούς άδεια να βολτάρουν;
Κι όταν είδα τον πατέρα του να πλησιάζει τη βιτρίνα, το έβαλα στα πόδια.
Φοβόμουν για εκείνον..... Ακόμα πιο πολύ πια...
"Πως θα γυρίζεις στ' άδειο σπίτι αργά τη νύχτα
ποιος θα σου φτιάχνει με φιλιά μια καληνύχτα
πως θα ξεχάσεις όλα εκείνα που πονάνε....
Για σένανε φοβάμαι...."
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)