Κυριακή, Μαΐου 14, 2006

Το ξέσπασμα

Κι έτσι άρχισε η κατηφόρα... Και εγώ σε σχήμα μπαλίτσας.... (καλά..βαρελάκι μην τα χαλάσουμε.....) έκανα την αρχή και δεν σταμάταγα με τίποτα....Ο συνέταιρος αγρόν αγόραζε και άνοιγε τρύπες στο καράβι του Αναστάσιου, σε ολοστρόγγυλο σχήμα.

Κάποιες που του ξέφευγαν, φρόντιζε να τις μαρκάρει για το μέλλον ώστε να ξαναπροσπαθήσει να τις μεγαλώσει ανάλογα με τη διάθεση. Κάπου εκεί ήταν που του ξέφυγαν του Αναστάσιου ότι αγόρασε αυτοκίνητο ο συνέταιρος αλλά.....πλήρωνε αυτός τα γραμμάτια, άλλα κουβέντιαζαν στις συναντήσεις κι άλλα γίνονταν στο μαγαζί, έκλειναν ραντεβού να μιλήσουν για το μαγαζί και ο συνέταιρος πήγαινε ρομαντικά διήμερα και εξαφανιζόταν....κι άλλα τέτοια τρελά.

Τρελά δηλαδή για μένα. Ο Αναστάσιος πιεζόταν μεν, φόρτωνε, στενοχωριόταν αλλά......δεν μίλαγε. Κι αυτή ήταν η μεγάλη μας διαφορά. Ή μάλλον μία από τις μεγάλες μας διαφορές. Βλέπαμε το ίδιο πράγμα αλλά με διαφορετική ματιά...

Εγώ ας πούμε δεν θα μπορούσα ποτέ σε ό,τι με αδικεί να κλείσω το στόμα μου. Βέβαια εγώ δεν είχα κάνει συνεταιρισμό με τον ίδιο μου τον πατέρα, όχι με έναν συγγενή που το επαγγελματικό παρελθόν του δεν ήταν και το καλύτερο βιογραφικό για όποια συνεργασία τύχαινε.

Μετά από μια απογραφή στο ένα μαγαζί, γιορτές με συνεχές ωράριο, φοβερή κούραση, κάποιες ζαλάδες και μια λιποθυμία του, αποφάσισε να πάει στο γιατρό να κάνει κάποιες εξετάσεις. Οι λίγες γνώσεις που είχα για την ασθένειά του δεν με βοηθούσαν να ηρεμήσω, ήλπιζα όμως όποια κι αν ήταν τα αποτελέσματα να μου πει την αλήθεια.

Μετά την ανακοίνωση ότι όλα ήταν καλά, η συμπεριφορά που ακολούθησε ήταν ό,τι χειρότερο μπορεί να βιώσει άνθρωπος. Με απέφευγε. Με έναν πολύ δηκτικό τρόπο, τον τρόπο της σιωπής, της απαξίωσης. Άρχισα πάλι να παλεύω να πάρω μια απάντηση, να μάθω τι συμβαίνει, τι είχε, να προσπαθώ μέσα στην απομόνωση που με είχε να δω τι λύσεις υπήρχαν για προβλήματα που...φανταζόμουν ότι είχε.

Περνούσαν οι μέρες να περιμένω ένα μήνυμα στο κινητό, οι νύχτες για ένα εμαιλ, να κουβεντιάσουμε. Εγώ έστελνα δέκα, για να πάρω μια ξερή απάντηση, ότι είναι καλά και τίποτα άλλο. Κάποιες φορές μου έλεγε πως δεν έμπαινε καθόλου και γιαυτό δεν μου έστελνε μηνύματα...μα η αλήθεια ήταν άλλη τελικά.....

Η επικοινωνία του με τη Γεωργία είχε φουντώσει...φρόντισε μάλιστα να την εξυπηρετήσει και σαν φίλη που ήταν, να της κάνει δώρο και μια κάμερα....Κι όταν τελικά μιλήσαμε για λίγο και μου είπε πόσο χάλια ήταν με τα όσα συνέβαιναν και στα δύο μαγαζιά, έκανα ένα βήμα πίσω και άφησα το δίκιο μου στην άκρη.

Θυμάμαι είχα κερδίσει σε ένα αυγουλάκι Κinder ένα χαμστεράκι που σήκωνε βάρη...και το φύλαξα για να του το δώσω μια και τον φώναζα χαιδευτικά χαμστεράκι έτσι που έτρεχε όλη μέρα...... Όταν του ζήτησα πια πιεσμένη εντελώς από την άγνοια και τις θεωρίες του μυαλού μου για το τι μπορεί να συμβαίνει, να συναντηθούμε, ήμουν χαρούμενη που δέχτηκε και που θα τον έκανα να χαμογελάσει με το χαζό δωράκι μου...

Συναντηθήκαμε κι ήταν 7 Μαϊου , ώρα 21:45. Τον ρώταγα τι συμβαίνει, τι πρόβλημα υπήρχε και σιωπούσε. Καθόταν με βλέμμα καρφωμένο στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, με είχε δει ότι καθόμουν δίπλα του; Ρωτούσα κι άκουγα τη σιωπή...
Ξαναρωτούσα...και πάλι σιωπή.

Και τελικά, έκανε το μεγάλο μπαμ!Μου είπε πως κουράστηκε όλοι να τα περιμένουν όλα από αυτόν, ότι δεν ανέχεται άλλο να τον κοροιδεύουν, ότι δεν μπορεί πάντα αυτός να βρίσκει λύσεις για όλα, ότι τον εκμεταλλεύονταν, ότι δεν τον υπολόγιζαν, ότι όλοι είχαν καθίσει πάνω στο κεφάλι του και τέρμα, αυτό ήταν. Μέχρι εκεί και μη παρέκει....

Χείμαρρος......Πρώτη φορά τον είδα έτσι.. Ο πάντα αισιόδοξος άντρας που είχα γνωρίσει δεν υπήρχε. Στη θέση του έβλεπα έναν πολύ κουρασμένο, προβληματισμένο, σχεδόν άρρωστο άντρα που μου ήταν ξένος.

"Τέρμα! Αρχίζω να διαγράφω όλους και όλα!"
"Κι εμένα; Εγώ τι έκανα; Δεν μ'αγαπάς πια;"
"Κι εσένα! Η αγάπη δεν έχει καμμία σημασία......"

Του ζήτησα να με κοιτάξει στα μάτια μα δεν το έκανε.... Πήρα την παλάμη του, την άνοιξα κι άφησα το χαμστεράκι στα χέρια του...

"Ήθελα μόνο να σου φτιάξω το κέφι.... Πάρτο, είναι για σένα. Θα γίνει όπως θες......"

Άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Κι ήταν η πρώτη φορά που δεν κοίταξα πίσω.
Η ώρα ήταν 22:12.

Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω,
Θα τα βροντήξω σου το λέω αληθινά,
Μου ΄χετε φάει τη ζωή μου λίγο λίγο
Θα τα βροντήξω και θα πάρω τα βουνά..
Όλους και όλα τα σιχάθηκα

Δεν θέλω πια κανέναν
Όλους και όλα τα σιχάθηκα
Και πιο πολύ εσένα......

1 σχόλιο:

brett είπε...

Πολύ πικρή η σκηνή με το χαμστεράκι. Σαν να τη βλέπω σε ταινία. Να φεύγεις μέσα στο πλήθος και να βρέχει. Και να μην κοιτάς πίσω...